Μετάβαση στο περιεχόμενο

Σελίδα:Τα ψηλά βουνά, 1918.djvu/18

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
16

Ὁ κὺρ Στέφανος ἄκουσε, καὶ γυρίζοντας ρώτησε τὰ παιδιά:

«Ποιὸς εἶναι κεῖνος ποὺ πείνασε πιὸ πολὺ ἀπ’ ὅλους καὶ δὲν µπορεῖ νὰ κρατηθῆ;»

Ὅλη ἡ συντροφιὰ γύρισε καὶ κοίταξε τὸ Φουντούλη· ἐκεῖνος ἔκανε πὼς κοιτάζει κάτω καὶ θαυμάζει τάχα τὸ νερό. Καὶ σὰ νὰ ντράπηκε, ἔβγαλε τὸ χέρι του ἀπὸ τὰ κουλούρια. Ἔμεινε ὅμως µέσα στὸ σακούλι ὁ νοῦς του.


.

8. Τὰ μουλάρια ξέρουν ποῦ θὰ φᾶνε οἱ ταξιδιῶτες.

Ὅταν σὲ λίγο φάνηκε µιὰ βρύση µὲ πλατάνια καὶ λεῦκες, τὰ µουλάρια σταμάτησαν μόνα τους. Τὰ παιδιὰ κατάλαβαν, πὼς γιὰ νὰ σταµατᾶ τὸ ζῶο µόνο του, θὰ εἶναι παλιὰ συνήθεια νὰ ξεπεζεύουν οἱ ταξιδιῶτες ἐκεῖ γιὰ νὰ φᾶνε. Αὐτὴ τὴ σκέψη τὴν ἔκαµαν ὅλοι, κι ἂς λένε τὸ Φουντούλη φαγά.


Τί πεῖνα ἦταν αὐτή! Κοιτάζοντας τὸ ἕνα καὶ τὸ ἄλλο δὲν τὴν εἶχαν καταλάβει. Τέτοια ἦταν ἡ ὄρεξή τους, ποὺ δὲν κατάλαβαν καλὰ πότε στρώθηκε τὸ τραπέζι ἀπάνω στὰ χλωρὰ φύλλα, πότε κάθισαν, ἄν κάθισαν μὲ τὸ πλευρὸ ἢ σταυροπόδι. Ἔτρωγαν εὐχαριστημένοι κι ὁ πλάτανος ἀπὸ πάνω σάλευε τὰ κλαριά του.