Σελίδα:Τα ψηλά βουνά, 1918.djvu/166

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
164

τρώει τὰ πουλιὰ στὶς φωλιὲς καὶ τὶς κότες στὰ κοτέτσια; Νὰ τὸ τέλος του!

«Τὴν κακομοίρα» λέει ὁ Δῆμος. «Ποῦ νὰ τόξερε πὼς δὲ θὰ γυρίση πίσω στὴ φωλιά της».

—«Ποιὸς τῆς εἶπε νὰ μᾶς φάη τόσο μεγάλες κότες;» εἶπε ὁ Κωστάκης.

Ὁ Γκέκας δὲν ἡσύχασε οὔτε μιὰ στιγμή. Ὅλο φυσοῦσε, ὅλο ἔσκυβε καὶ τὴ μύριζε, σὰ νὰ μὴν πίστευε πὼς ψόφησε.

Ἔχει ἀκούσει ἀπὸ τοὺς γέρους σκύλους, πὼς ἡ ἀλεποὺ κάνει κάποτε τὸν ψόφιο, κι ὕστερα σηκώνεται καὶ γίνεται ἄφαντη.

Ἄν θέλη καὶ τούτη ἐδῶ ἂς σηκωθῆ! Μὰ ὄχι, αὐτὸ δὲ θὰ γίνη. Ὁ Γκέκας ἔχει κάμει σωστὰ τὴ δουλειά του.

«Μπράβο, μπράβο Γκέκα!» τοῦ φωνάζουν ὅλοι καὶ τὸν χαϊδεύουν.

Πηδᾶ ἐμπρός τους, τοὺς κοιτάζει στὰ μάτια καὶ εἶναι περήφανος ὅσο κανένας ἄλλος σκύλος.



77. Ὁ Γεροθανάσης φοβᾶται μὴ δακρύση.

Ὁ Γεροθανάσης περπατεῖ ἔξω ἀπὸ τὴν καλύβα του μιλώντας μὲ τὸν Ἀντρέα, τὸ Φάνη καὶ τὸ Δῆμο. Φαίνεται πὼς ἔχουν σοβαρὴ κουβέντα.

Ὁ Γεροθανάσης ἔχει κατεβάσει τὰ κάτασπρα χοντρὰ φρύδια του. Τὸ γαλανὸ μάτι του φαίνεται ἀγριεμένο.

«Τί λέτε, παιδιά μου;» φωνάζει. «Τ’ εἶν’ αὐτὰ ποὺ λέτε;»

—«Μὰ εἶναι καμωμένος γιὰ γράμματα, Μπαρμπαθανάση. Ἄφησέ τον».