Σελίδα:Τα ψηλά βουνά, 1918.djvu/167

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
165

—«Νὰ πάρη τὰ μάτια του δηλαδὴ καὶ νὰ φύγη ἀπὸ δῶ τὸ παιδί;»

—«Ναί, νὰ πάη σ’ ὅλο τὸ δημοτικό».

—«Σ’ ὅλο τὸ δημοτικό; Μὰ τί; σοφὸ θὰ τὸν κάμω;»


Γιὰ τὸ Λάμπρο βέβαια μιλοῦν. Τὰ παιδιὰ θέλουν νὰ τὸν πάρουν μαζί τους στὸ σχολεῖο, νὰ καθίση χρόνια καὶ νὰ μάθη τὰ γράμματα καλά. Γιατί νὰ μείνη τσοπάνης;

Ἦρθαν καὶ παρακάλεσαν τὸν παππού του νὰ τὸν ἀφήση. Μὰ ὁ παπποὺς ἀγρίεψε. Τότε ὁ Δημητράκης ξετύλιξε τὸ τετράδιο τοῦ Λάμπρου.

«Κοίταξε, παππούλη, εἶπε, πῶς ἔμαθε καὶ γράφει. Εἰκοσιπέντε μέρες ἔχει ποὺ ἄρχισε τὴν ἄλφα. Κι ὅμως νὰ ποῦ ἔφτασε».

—«Τ’ εἶν’ αὐτά;» εἶπε ὁ παππούς. «Γράμματα;»

—«Ναί, εἶναι γράψιμο τοῦ Λάμπρου· αὐτὰ ἐδῶ στὸ τέλος τὰ ἔχει γράψει μοναχός του, μὲ τὸ χέρι του καὶ μὲ τὸ νοῦ του».


Ὁ Γεροθανάσης σήκωσε τὸ κεφάλι, διώρθωσε τ’ ἄσπρα φρύδια του καὶ πῆρε τὸ τετράδιο στὰ χέρια. Τὸ κοίταξε ἀνάποδα. Ἀπὸ σεβασμὸ ὅμως τὰ παιδιὰ ἔκαμαν πὼς δὲν τὸ κατάλαβαν.

Ὥρα πολλὴ τὸ κοίταζε. Καὶ θαύμαζε ἀπὸ μέσα του, πὼς ἔχει ἐγγόνι ποὺ κατώρθωσε νὰ βάλη ὅλα ἐκεῖνα τὰ γράμματα στὴ γραμμή.

«Τί λέει ἐδῶ;» ρώτησε.

Ὁ Δημητράκης πῆρε τὸ τετράδιο καὶ τοῦ διάβασε αὐτὰ τὰ λόγια, ποὺ ὁ Λάμπρος τὰ εἶχε γράψει μόνος του μὲ γράμματα μεγάλα ἴσαμε φασόλια.