Σελίδα:Τα ψηλά βουνά, 1918.djvu/165

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
163

Ὁ Γκέκας τὴν πρόφτασε καὶ τὴν ἅρπαξε ἀπὸ τὸ λαιμό. Δὲ θὰ τὴν ἀφήση! Ἡ ἀλεποὺ φωνάζει, δέρνεται, θέλει νὰ δαγκάση.

Σφίγγει τὰ δόντια του ἀπάνω της καὶ μουγκρίζει ὁ Γκέκας. Φωνάζουν οἱ κότες ἀπὸ τὸ κοτέτσι, τρέχει ὁ κὺρ Στέφανος ἔξω μὲ τὸ τουφέκι. Ξυπνᾶ ὁ Ἀντρέας, ὁ Δῆμος, ὁ Κωστάκης. Ξυπνοῦν ὅλοι.


«Τὸ σκοινί! Ἕνα σκοινὶ γρήγορα!» φωνάζει ὁ κὺρ Στέφανος, ὅταν εἶδε στὸ φῶς τοῦ φεγγαριοῦ πὼς ἦταν ἡ ἀλεπού. Θέλησε νὰ τὴ δέση, καὶ κρατοῦσε τὸ τουφέκι του ἕτοιμο μήπως ἡ ἀλεποὺ ξεφύγη.

Τὰ περισσότερα παιδιὰ ρωτοῦν:

«Τρώει; δαγκάνει;» καὶ δὲν πλησιάζουν. Πρώτη φορὰ βλέπουν ἀγρίμι ζωντανό.

Ὁ κὺρ Στέφανος πέρασε τὸ σκοινὶ ἀπὸ τὰ πίσω πόδια τῆς ἀλεπούς, καὶ καθὼς τὴν κρατοῦσε ὁ σκύλος ἀπὸ τὸ λαιμό, προσπάθησε νὰ τὴ δέση σφιχτά.

Μὰ ὁ Γκέκας εἶχε τελειώσει τὴ δουλειά του. Τόσο σφιχτὰ τὴν εἶχε πιάσει ἀπὸ τὸ λάρυγγα τὴν ἀλεπού, καὶ τόσο βαθιὰ ἔμπηξε τὰ μεγάλα δόντια του, ποὺ τὴν ἔπνιξε.

Ἡ ἀλεποὺ δὲν μπόρεσε νὰ ζήση στὸ στόμα τέτοιου ἐχθροῦ.


Ἔτσι ἀφοῦ πάλεψε ἄδικα, ἔμεινε ξαπλωμένη καὶ ἀκίνητη. Τὰ παιδιὰ μαζεύτηκαν γύρω της καὶ τὴν κοίταξαν καλὰ στὸ φῶς τοῦ φεγγαριοῦ.

Κοίταξαν τὰ μυτερά της αὐτιά, τὸ μυτερό της στόμα, τὴ μεγάλη της οὐρά, ποὺ ἦταν μακριά, ὅσο τὸ μισό της σῶμα.

Αὐτὸ λοιπὸν εἶναι τὸ ἀγρίμι ποὺ τρώει τοὺς λαγούς, ποὺ