Σελίδα:Τα ψηλά βουνά, 1918.djvu/135

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
133

βαιναν πὼς τοὺς ἔλεγε νὰ πᾶνε μπροστά, προχωροῦσαν εὐχαριστημένα.


«Εἶναι τοῦ Γεροθανάση» εἶπαν τὰ παιδιὰ στὸ δασάρχη.

—«Πόσα εἶναι; Μήπως ξέρετε;» ρώτησε ὁ δασάρχης.

—«Ὁ Λάμπρος ποὺ τὰ βόσκει, λέει πὼς εἶναι καμιὰ διακοσαριά».

—«Μὰ πῶς ὁ Γεροθανάσης μὲ τόσες χιλιάδες πρόβατα, ἔχει μόνο διακόσια γίδια! Δὲ σᾶς φαίνεται παράξενο;

»Ἔχει ὁ Γεροθανάσης τὸ λόγο του! Ἔχει ἀκούσει τ’ ὄνειρο τοῦ χωριάτη».

—«Καὶ ποιὸ εἶναι τ’ ὄνειρο τοῦ χωριάτη;» ρωτοῦν τὰ παιδιά.


«Ἦταν ἕνας χωριάτης, ἄρχισε νὰ λέη ὁ δασάρχης, κι εἶχε μιὰ γίδα. Τὴν πήγαινε στὸ δάσος κι ἔβοσκε. Μιὰ μέρα ποὺ τὴν ἄρμεγε τί νὰ δῆ; Ἀντὶ γάλα, ἔβγαζε νερό. Τὸ νερὸ γέμισε τὴν καρδάρα, πλημμύρισε τὸν τόπο καὶ κατέβηκε με ὁρμὴ στοὺς κάμπους.

«Ἔλα, γιὰ ὄνομα τοῦ κυρίου» εἶπε ὁ χωριάτης τὴν ὥρα ποὺ πνιγόταν.

Γιατὶ αὐτὰ ὅλα στ’ ὄνειρό του τὰ εἶδε!


Ὅταν ξύπνησε, πῆγε σὲ δυὸ χωριάτες ἑκατὸ χρονῶν νὰ τοῦ ἐξηγήσουν τ’ ὄνειρο.

Ὁ ἕνας γέρος τοῦ εἶπε πὼς τὸ νερὸ θὰ εἶναι γάλα. Ὁ ἄλλος τοῦ εἶπε πὼς θὰ ἔχη νὰ κάμη μὲ δικαστήρια.

«Οἱ γέροι παραγέρασαν» εἶπε· «ἂς πάω νὰ δῶ τὸν ψάλτη, ποὺ διάβασε περισσότερα».

Πῆγε στὸν ἀριστερὸ ψάλτη καὶ τοῦ εἶπε τ’ ὄνειρο. Ἐκεῖνος