Σελίδα:Τα ψηλά βουνά, 1918.djvu/134

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
132

ἡ βρυσούλα ἐδῶ θὰ στέρευε. Θὰ στέρευαν ὅλες οἱ βρύσες ποὺ ἀπαντήσατε ἀπὸ τὴν πόλη ὡς ἐδῶ, καὶ μαζὶ μ' αὐτὲς καὶ τὸ ποτάμι».



62. Καὶ τὰ δέντρα πονοῦν.

Ἐκεῖ κοντὰ ἕνας ἄνθρωπος κρατώντας μικρὸ κι ἐλαφρὸ τσεκουράκι χάραζε τὰ πεῦκα.

«Πουρναρίτης!» εἶπαν τὰ παιδιὰ μόλις τὸν εἶδαν.

—«Δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι κακὸς ἄνθρωπος, λέει ὁ Μαθιός, γιατὶ θὰ ἔφευγε μόλις μᾶς ἄκουσε».

Ρώτησαν τότε τὰ παιδιὰ κι ἔμαθαν, πὼς αὐτὸς ὁ ρετσινὰς ἔχει τὴν ἄδεια τοῦ δασάρχη νὰ μαζεύη τὸ ρετσίνι.

Ὅταν πλησίασαν, εἶδαν ἀλήθεια μὲ τί μεγάλη προσοχὴ χάραζε τ’ ἀγαπημένα πεῦκα, γιὰ νὰ σταλάζη τὸ ρετσίνι χωρὶς νὰ πάθουν τίποτα. Τοὺς ἔκανε σιγὰ σιγὰ μιὰ πολὺ στενὴ χαραματιά. Ἤξερε πὼς καὶ τὰ δέντρα πονοῦν.



63. Τ’ ὄνειρο τοῦ χωριάτη.

Ὁ Καλογιάννης ἔξαφνα φώναξε:

«Παιδιά! ὁ Λάμπρος!»

Γύρισαν κι εἶδαν ἐκεῖ παρακάτω στὴν πλαγιὰ τὸ μαῦρο κοπάδι, ποὺ ἔβοσκε καὶ προχωροῦσε. Ὁ Λάμπρος εἶχε μείνει πίσω καὶ τ’ ὡδηγοῦσε μὲ τὸ σφύριγμα.

Σφύριζε τόσο ὡραῖα! Νόμιζες πὼς ἀκοῦς χαρούμενη γαλιάντρα.

Τὰ γίδια ἄκουαν τὸ σφύριγμά του, κι ἐπειδὴ καταλά-