Σελίδα:Τα ψηλά βουνά, 1918.djvu/136

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
134

ἔβαλε τὰ γυαλιά του, πῆρε ἀπὸ τὸ ράφι ἕνα μεγάλο βιβλίο, κι ἀφοῦ τοῦ τίναξε τὴ σκόνη, τὸ ἄνοιξε καὶ διάβασε δυνατά:

«Γίδα. Ἐὰν ἴδῃς εἰς τὸν ὕπνον σου γίδα, ἐὰν μὲν συμβαίνῃ καὶ εἶναι μαύρη ἡ γίδα καὶ ἔχῃ τὰ κέρατα γυριστά, τοῦτο σημαίνει ὅτι θέλεις λάβει ὀγρήγορα γράμμα συστημένον ἀπὸ τοὺς συγγενεῖς σου ἀπὸ τὴν Ἀμερική».

Ἡ γίδα ἦταν τέτοια, ὁ χωριάτης ὅμως δὲν εἶχε κανένα συγγενῆ στὴν Ἀμερική.

Ὁ ψάλτης ἔβαλε τὰ γυαλιά του στὴν ἄκρη τῆς μύτης καὶ διάβασε ἄλλη σελίδα.

«Νερόν. Ἐὰν ἴδῃς νερὸν καὶ τρέχῃ ἀπὸ βρύσιν καὶ τὸ νερὸν κάμνῃ βροντὴν πολλὴν εἰς τὸ σταμνίον, τότε εἰς καβγὰν θέλει ἐμπλέξεις. Ἐὰν τὸ νερὸν τοῦτο τρέχῃ ἀπὸ αὐλάκι...»

«Ἀπὸ γίδα! φώναξε ὁ χωριάτης· τί λέει τὸ βιβλίο, ἅμα τρέχει νερὸ ἀπὸ γίδα;»

—«Τὸ βιβλίο, εἶπε ὁ ψάλτης, δὲ λέει τίποτα σὲ τοῦτο τὸ ζήτημα, ἄν καὶ εἶναι χίλιων χρονῶν ὀνειροκρίτης, γραμμένος ἀπὸ τοὺς σοφοὺς τοῦ κόσμου».


Ὁ χωριάτης, ὅταν εἶδε πὼς καὶ τὸ βιβλίο δυσκολεύεται νὰ ἐξηγήση τ’ ὄνειρό του, τοῦ φάνηκε πὼς μεγάλο κακὸ θὰ τοῦ γίνη.

«Συμπέθερε! τοῦ εἶπε τότε κάποιος χωριάτης, τί κάθεσαι καὶ σκοτίζεσαι; Τὸ πρᾶμα εἶναι φανερό.

»Ἡ γίδα τρώει τὸ κλαρί. Τὸ κλαρὶ κρατεῖ τὰ χώματα καὶ τὰ χαλίκια στὶς ράχες. Ἅμα φαγωθῆ τὸ κλαρί, παίρνουν οἱ βροχὲς τὸ χῶμα καὶ τὸ χαλίκι καὶ τὸ πηγαίνουν στὸ χείμαρρο. Ὁ χείμαρρος φουσκώνει, κατεβαίνει στοὺς κάμπους καὶ καταστρέφει. Ἂν τὸ κλαρὶ εἶναι στὴ θέση του, δὲ γίνεται