Σελίδα:Τα ψηλά βουνά, 1918.djvu/120

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
118

—«Ὄχι, οὔτ’ ἐλαφρό».

—«Γιὰ πές μου, σκύβει καὶ τοῦ λέει κρυφά, μήπως ἔφαγες τίποτα ἀχλάδια ἄγρια;»

—«Λίγα» εἶπε ὁ Φουντούλης.

—«Λίγα; ὡς πόσα;»

—«Ὅσα βρῆκα στὴν ἀχλαδιά».

—«Πότε ἔγινε αὐτό;»

—«Προχτές» εἶπε ὁ Φουντούλης· «καὶ χτές».


Ὁ κὺρ Στέφανος βγῆκε ἔξω καὶ κάλεσε τὸν Ἀντρέα μὲ τὸ Φάνη καὶ τὸ Δῆμο.

«Ὁ Φουντούλης, εἶπε, εἶναι πολὺ ἀγαθὸ παιδὶ καὶ τὸν ἀγαποῦμε ὅλοι, μὰ ξέρετε τὸ ἐλάττωμά του. Εἶναι λαίμαργος. Ἀπὸ δῶ καὶ πέρα νὰ τὸν προσέχετε. Σήμερα κι αὔριο θὰ πίνη μόνο ζεστό· καμιὰ φασκομηλιά. Ἔχετε;»

—«Οὔ! μᾶς ἄφησε ὁ Μπαρμπακώστας ἕνα σακί».

—«Δυὸ μέρες λοιπὸν ὁ Φουντούλης θὰ πίνη φασκομηλιά».

Τί ἀτυχία! Σὲ λίγη ὥρα ἡ Ἀφρόδω ἔστειλε μιὰ πίτα.



57. Ὁ Κωστάκης μ' ἕνα παπούτσι.

Ὁ Κωστάκης εἶναι μ' ἕνα παπούτσι. Τὸ ἄλλο τὸ χάλασε χτὲς στὸ δρόμο ποὺ πῆγαν γιὰ τὸ Φάνη.

Ξεκαρφώθηκε ὅλο ἀπὸ κάτω καὶ χάσκει. Ὁ Κωστάκης σέρνει τὸ παπούτσι του σὰ νὰ εἶναι κουτσὸς ἢ γέρος. Δὲν μπορεῖ νὰ κάμη πολλὰ βήματα· τὸ παπούτσι ἀνοίγει καὶ κάνει: κλάπ, κλάπ!