Σελίδα:Τα ψηλά βουνά, 1918.djvu/119

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
117

56. Ὁ Φουντούλης ἄρρωστος.

Τὴν ἄλλη μέρα τὸ πρωὶ ὁ Φουντούλης δὲν μπόρεσε νὰ σηκωθῆ. Τὸ χέρι του καίει κι ὁ σφυγμός του χτυπᾶ δυνατά. Πρώτη φορὰ τοὺς ἔτυχε ἀρρώστια ἐδῶ ψηλά.

Ὁ Ἀντρέας κάθισε στὸ κρεβάτι τοῦ μικροῦ συντρόφου του καὶ τὸν κοιτάζει λυπημένος. Τὸ παιδὶ θέλει νὰ πετάξη τὰ σκεπάσματα. Βυθίζεται λίγο σὲ ὕπνο, τινάζεται καὶ γυρίζει ἀπὸ τὸ ἄλλο πλευρό. Διψᾶ καὶ θέλει νερό.

«Νὰ πᾶμε νὰ φέρωμε γιατρό» λέει ὁ Δῆμος.

—«Ποῦ νὰ τὸν βροῦμε;» ρωτᾶ ὁ Ἀντρέας. «Γιατρὸ δὲν ἔχει στὸ Μικρὸ χωριὸ οὔτε στὴν Πέτρα».

—«Νὰ πᾶμε σὲ κανένα ἄλλο χωριό. Νὰ πᾶμε κάτω στὴν πόλη».


Τὴ στιγμὴ ποὺ τὰ ἔλεγαν αὐτά, φάνηκε ὁ κὺρ Στέφανος. Μεγάλο θάρρος πῆραν μόλις τὸν εἶδαν.

«Τί κάνετε παιδιά; τί κάνεις, Ἀντρέα;»

—«Ὁ Φουντούλης!» εἶπαν τὰ παιδιά.

—«Τί ἔκαμε ὁ Φουντούλης;»

—«Εἶναι ἄρρωστος».

Ὁ κὺρ Στέφανος προχώρησε στὴν καλύβα κι ἔσκυψε ἀπάνω στὸ παιδί· τοῦ ἔπιασε τὸ χέρι καὶ τὸ μέτωπο. Ὁ Φουντούλης ἄνοιξε τὰ μάτια του καὶ τὸν κοίταξε.

«Τί αἰσθάνεσαι, Φουντούλη;» ρώτησε ὁ κὺρ Στέφανος· «σὲ πονεῖ πουθενά;»

—«Ὄχι».

—«Τίποτα κουλούρια μήπως ἔφαγες;»

—«Δὲν ἔχω» εἶπε ὁ Φουντούλης.

—«Τίποτ’ ἄλλο βαρύ; Τίποτα ἐλαφρό;»