Σελίδα:Τα ψηλά βουνά, 1918.djvu/121

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
119

Σπουδαῖο πρᾶμα τὸ παπούτσι... Τί ἀξίζει ὁ μπαλωματής! νὰ περνοῦσε τώρα ἕνας... Ἢ νὰ ἐρχόταν ἐκεῖνος ὁ μπαλωματὴς τοῦ Μικροῦ χωριοῦ, ὁ γέρος μὲ τὰ τρία δόντια! Θὰ χτυποῦσε πάλι μὲ τὶς γροθιές του τὸν ἀέρα καὶ θὰ τὸ ἔρραβε.


Φωνάζουν τὸ Σπύρο μήπως ἔχει καμιὰ πρόκα. Ὁ Σπύρος πάντα κάτι ἔχει. Βελόνες, καρφιά, κάτι τέτοια τὰ μαζεύει.

«Σπύρο! Σπύρο! Ἔχεις καμιὰ πρόκα;»

—«Μεγάλη; μικρή;» λέει ὁ Σπύρος. «Γιὰ παπούτσι, γιὰ ξύλο, γιὰ τί τὴ θέλεις;»

—«Τὸ παπούτσι μου ξεκαρφώθηκε».

—«Τώρα νὰ κοιτάξω».

—«Νάρθω κι ἐγώ;»

—«Ὄχι, νὰ μὴν ἔρθεις».

Ὁ Σπύρος δὲν ἤθελε νὰ βλέπη κανεὶς ἄλλος τὸ κουτί του. Τὸ Σπύρο τὸν ἤξεραν ὅλοι πὼς εἶναι σφιχτοχέρης. Ὅ τι ἔχει τὸ κρύβει, καὶ μόνος αὐτὸς τὸ βλέπει.

Λένε πὼς ἔχει ἕνα κουτὶ μὲ διάφορα πράματα μέσα. Αὐτὸ τὸ κουτὶ τὸ βάζει σ’ ἕνα μέρος κρυφὸ στὴν καλύβα. Μόνο ἅμα λείπουν οἱ ἄλλοι τὸ ἀνοίγει. Τί νάχη μέσα;


Ὁ Κωστάκης, καθὼς εἶναι μ' ἕνα παπούτσι, πλησιάζει στὴν πόρτα σιγὰ σιγά, χωρὶς ν’ ἀκουστῆ. Βλέπει τὸ Σπύρο νὰ σηκώνη το στρῶμα καὶ νὰ βγάζη ἕνα παλιὸ κουτὶ ἀπὸ λουκούμια. Τὸ ἄνοιξε καὶ τὸ ἔψαχνε.

Κανένα παλιὸ καὶ σκουριασμένο πρᾶμα δὲν έλειπε ἀπὸ μέσα. Ἐκεῖ ἤταν τὸ παλιὸ καρφί, ἡ παλιὰ βελόνα, ἡ παλιὰ πρόκα, ἡ στραβὴ σακοράφα κι ἡ χαλασμένη πένα, τὸ ξερὸ καλαμάρι καὶ τὸ σπασμένο κουτάλι.

Ἦταν κι ἕνα κλειδὶ ἀπὸ κουτὶ σαρδέλας, ἕνα τενεκεδένιο