γριᾶς Χάρμαινας γιὰ τὸν Ἀράπη, τὰ θυμᾶται σὰν τώρα δά. Θυμᾶται τὸ γέρο κοντὰ στὸ μύλο, ποὺ ἔκαμε γιὰ τὸν Ἀραπόβραχο τὸ σταυρό του.
Καὶ καθὼς περπατεῖ συλλογίζεται: «Τί θέλομε δῶ; Φαίνεται τόπος στοιχειωμένος! Νὰ ἡ κλεισούρα γύρω, ἡ ἀπάτητη κατηφοριά, οἱ μεγάλες πέτρες ποὺ φυλάγουν τὸν Ἀράπη. Ὁ Ἀράπης θὰ εἶναι στὴν κορφή· θὰ κοιμᾶται.... Θὰ μᾶς ἀκούση ποὺ ἀνεβαίνομε... Θὰ τιναχτῆ. Θὰ μᾶς ἁρπάξη, θὰ μᾶς ρίξη κάτω σὲ καμιὰ σπηλιὰ κατασκότεινη. Γιὰ χρόνια καὶ χρόνια.....»
—«Πᾶμε, εἶπε ὁ Κωστάκης, δὲν μποροῦμε νὰ περάσωμε».
—«Θὰ μπορέσωμε» εἶπε ὁ Ἀντρέας.
Ὁ Κωστάκης δὲ μίλησε. Ἀπὸ τὴν αρχὴ ποὺ ἦρθαν στὸ δάσος, προσέχει τὰ λόγια τοῦ Ἀντρέα. Μὰ σήμερα τὸν κοίταζε σὰ μεγαλύτερο. Σήμερα ὁ λόγος τοῦ Ἀντρέα εἶναι σὰν προσταγή. Ποιὸς βρῆκε τὸ Φάνη;
Ὁ Κωστάκης ἀκολούθησε.
Ὁ Ἀντρέας βρῆκε ἀνάμεσα σὲ δυὸ πέτρες μιὰ σκισμάδα γεμάτη μικροὺς θάμνους. Τὴν ἔψαξε πρῶτα καλὰ με τὸ ραβδί του, ἔβαλε τὸ πόδι του μέσα, ἀνέβηκε σὲ μεγαλύτερη πέτρα, κι ἀπὸ κεῖ πήδησε πίσω.
«Ἐλᾶτε, ἐλᾶτε, φώναξε, ἀπὸ δῶ βγαίνουν».
Ἀνέβηκε πάλι στὴν πέτρα κι ἔδωσε βοήθεια στοὺς ἄλλους. Σκαρφάλωσαν ἕνας ἕνας. Ἀπὸ κεῖ πιὰ βάδισαν ἐλεύθερα πρὸς τὴν κορφή.
Μὰ στὴν κορφὴ εἶδαν πάλι κάτι μεγάλες πέτρες. Αὐτὲς ἐδῶ ἦταν πολὺ ἀλλιώτικες. Ἦταν μαῦρες...
«Δὲν εἶναι αὐτὴ τάχα ἡ σπηλιὰ τοῦ Ἀράπη; Στὴν κορφὴ θὰ κάθεται· γιὰ νὰ βλέπη ὅλους τοὺς τόπους. Τί ἀσυλλό-