γιστοι ποὺ είμαστε. Τί θέλομε δῶ;» εἶπαν μέσα τους δυὸ τρεῖς ἀπὸ τοὺς μικροὺς ταξιδιῶτες. Ἂν μποροῦσαν, θὰ γύριζαν πίσω· τώρα νιώθουν τὸ μεγάλο φόβο. Οἱ μικρές τους καρδιὲς χτυποῦσαν δυνατά, σὰν τοῦ λαγοῦ.
Δὲ θέλουν νὰ πᾶν ἐμπρός. Περπατοῦν δύσκολα. Κάθε στιγμὴ περιμένουν πὼς μία πέτρα θὰ σηκωθῆ σιγὰ σιγά.
Ὅταν ἦρθαν πιὸ κοντὰ καὶ στάθηκαν στὴν κορυφή, τίποτα δὲ βρῆκαν. Οἱ πέτρες ἐκεῖνες ἦταν πέτρες ὅπως ὅλες οἱ ἄλλες. Τὶς κοίταξαν καλά, τὶς ἄκουσαν, ἔμειναν πέτρες.
Ποῦ λοιπὸν εἶναι ὁ Ἀράπης;
Ἀντὶ νὰ δοῦν τὸν Ἀράπη, τὰ παιδιὰ εἶδαν ἀπὸ κεῖ ἀπάνω ἕνα λαμπρὸ θέαμα.
Κάτω ἐκεῖ στὸ βάθος, πολὺ πολὺ μακριά, ἡ πλατιὰ θάλασσα περίμενε τὸν ἥλιοˑ τὸν ἥλιο τοῦ Φάνη.
Ὁ ἥλιος κατέβαινε στὸ νερό, μεγάλωνε καὶ κοκκίνιζε. Τὰ βουνὰ εἶχαν τὶς κορυφὲς κόκκινες. Τὰ σύννεφα ἔλαμπαν ἀπὸ φῶς.
Ἄν εἶναι συννεφάκια ἐκεῖνα τὰ μικρὰ ποὺ στέκουν στὸν ἀέρα ἢ ἀγγελούδια μὲ χρυσὰ φτερά, δὲν ξέρει κανείς.
Ὁ ἥλιος μεγάλωσε περισσότερο, κατακοκκίνισε, ἄγγιξε τὸ νερό. Κι ἀφοῦ κοίταξε λίγο τὴν πλάση, βυθίστηκε.
Γι’ αὐτὴ τὴν ὀμορφιὰ εἶχε χαθῆ ὁ Φάνης.
53. Καληνύχτα, γερο-Ἀράπη!
Κατεβαίνουν τὰ παιδιὰ γρήγορα. Βιάζονται πολύ, γιατὶ θὰ νυχτώσουν.