Σελίδα:Τα ψηλά βουνά, 1918.djvu/111

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
109

Ἦταν ἀπόγεμα ὅταν ξεκίνησαν νὰ φύγουν. «Πές μας, Φάνη, ρώτησε ὁ Ἀντρέας, ἀνέβηκες χτὲς σὲ κανένα βράχο;»

—«Ναί» εἶπε ὁ Φάνης, κι ἔδειξε τὸ βράχο.

Ὅλοι γύρισαν καὶ κοίταξαν αὐτὸ τὸ παράξενο ὕψωμα· τοὺς ἔπιασε φόβος. Αὐτὸς λοιπὸν εἶναι ὁ Ἀραπόβραχος! Τὸν κοίταξαν καλὰ ὡς τὴν κορφή.

«Ἀνέβηκες ὡς ἀπάνω;» ρώτησε ὁ Ἀντρέας.

—«Ὄχι, στάθηκα χαμηλά. Δὲν μποροῦσα ν’ ἀνεβῶ».

Ὁ Ἀντρέας εἶπε τότε: «Πᾶμε ὅλοι μαζὶ ν’ ἀνεβοῦμε».

—«Ἀντρέα!» εἶπε ὁ Κωστάκης φοβισμένος.

—«Ἐσύ, εἶπε ὁ Ἀντρέας, θυμᾶσαι τὰ λόγια τῆς γριᾶς Χάρμαινας καὶ φοβᾶσαι. Μὰ γιὰ πές μου, ὁ Φάνης δὲν τὸν πάτησε τὸν Ἀραπόβραχο; Κι ὅμως εἶναι ἐδῶ μαζί μας. Δὲν ἔπαθε τίποτα. Εἶναι ντροπή μας νὰ φοβούμαστε σὰν τὶς γριές».

—«Κι ἂν πάθωμε τίποτα;»

—«Εἴμαστε πέντε» εἶπε ὁ Ἀντρέας.

Ἀκολούθησαν ὅλοι.


Ἀνέβαιναν τὸ βράχο δύσκολα πολύ· τοὺς πιάστηκε ἡ ἀναπνοή τους καὶ στάθηκαν δύο φορὲς γιὰ ν’ ἀνασάνουν.

Ὅταν ἔφτασαν στὰ κοτρόνια, χρειάστηκε νὰ περπατήσουν γύρω γύρω, γιὰ νὰ βροῦν ἀνάμεσα πέρασμα· τόσο σφιχτὰ οἱ πελώριες αὐτὲς πέτρες ἔζωναν τὸ βράχο. Νόμιζες πὼς ἔστεκαν ἐπίτηδες ἐκεῖ γιὰ νὰ ἐμποδίζουν.

Πουρνάρια φύτρωναν ἀναμεταξύ. Ἄγρια πουλιὰ μὲ γυριστὴ μύτη πετοῦσαν ἀπὸ τὶς τρῦπες στὸν ἀέρα.

«Πᾶμε, εἶπε ὁ Κωστάκης, δὲν μποροῦμε νὰ περάσωμε».

Ὁ Κωστάκης φοβόταν γιὰ τὸ στοιχειό. Τὰ λόγια τῆς