Σελίδα:Τα έργα του Λορέντσου Μαβίλη (1922).djvu/80

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
ΕΙΣ ΤΗΝ ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ


ᾙ στερναῖς σου ἐβασίλευσαν ἀχτίδες,
Ἐπέρασες καὶ σύ, πρωτομαγιά.
Ὅμοια περνοῦν καὶ μᾶς ἀφίνουν γειὰ
Λουλουδισταῖς χρυσόφτεραις ἐλπίδες.

Ὅμοια περνοῦν τὰ ζηλεμένα νειάτα
Καὶ σβύνονται ᾑ χαραῖς καὶ τὰ φιλιά,
Ἀσπρίζουν μαῦρα καὶ ξανθὰ μαλλιὰ
Καὶ μαραγκιάζουν μάγουλα δροσάτα.

Ἀλλὰ κ’ ᾑ πίκραις φεύγουν χορτασμέναις,
Ἀφ’ οὗ μὲ νύχι ἐσπάραξαν σκληρὸ
Τὸν κόρφο μας καὶ θρῆνο φοβερὸ
’Σ τὰ σπλάχνα μας ἐκάμαν ἀγριεμέναις.

Καὶ τότε ἡ Ἀδιαφορία σαβανόνει
Τὴν δόλια μας καρδιὰ καὶ τὴν κρατεῖ
Εἰς κάθε πίκρα καὶ χαρὰ κλειστή,
Ὣς ποῦ ὁ θάνατος τέλεια τὴν παγόνει.

Καλὴ Πρωτομαγιά, θὲ νὰ γυρίσῃς
Γιὰ νὰ στρώσῃς μὲ λούλουδα τὴν γῆ,
Ὅταν θὰ φέξ’ ἡ ρόδινή σου αὐγή,
Χαρὰ μὲς τὴν καρδιά μου ν’ ἀντικρύσῃς.

ΚΕΡΚΥΡΑ, 84

66