Μετάβαση στο περιεχόμενο

Σελίδα:Τα έργα του Λορέντσου Μαβίλη (1922).djvu/81

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
ΤΑ ΜΥΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΑΓΝΩΣΤΟΥ


Βαθυὰ βαθυὰ μὲς τὴν καρδιά μου νοιώθω,
Μὲς τὴν καρδιὰ τὴ μυριοπονεμένη,
Ἕναν παντοτεινὸ κι’ ἄσβυστο πόθο
Ποῦ μὲ ψυχομαραίνει·
Ταντάλου δίψ’ ἀθάνατ’ εἶναι τούτη
Ὁποῦ τὰ χείλη τῆς ψυχῆς μοῦ φρύγει·
Γι’ αὐτὴν ὅλα τῆς γῆς τ’ ἄμετρα πλούτη
Δροσιὰ θἆχαν ὀλίγη.

Εἶν’ ἀγάπη; Δὲν εἶναι· ὅλο τὸ μέλι
Ποῦ κρύβουν μὲς τὰ χείλη χίλιαις κόραις
Ὤμορφες σὰν τοῦ Ραφαὴλ οἱ ἀγγέλοι,
Γιὰ πολλαῖς πολλαῖς ὥραις
Ἀπὸ ἕνα στόμ’ ἂν τὸ ρουφοῦσα, ἡ λάβρα
Ποῦ ἡ φλόγ’ ἀκαταλάγιαστη ἔχει ἀνάψῃ
Μέσα ’ς τὰ φυλλοκάρδια μου τὰ μαῦρα,
Δὲ θἄθελε, ὄχι, πάψῃ.

Τὰ ὀνείρατα τῆς δόξας ἀπὸ χρόνια,
Σὰν τὸ χοχλὸ μὲς ’ς τὸ νερὸ ποῦ βράζει,
Ἔσκασαν, καὶ τοῦ κόσμου ἡ καταφρόνια
Καὶ τὸ πικρὸ μαράζι,
Ποῦ αὐτὴ γεννᾷ, μοῦ ἀπόμειναν μονάχα·
Ὄχι, δὲν εἶναι ἀμάραντο στεφάνι
Δάφνης ἐκεῖνο πὤθελα ἐγὼ νἆχα,
Νἆμαι μηδὲν μοῦ φτάνει!

Οἱ ἐλπίδες μου ὅλες ἐσβυσθῆκαν· πάει!
ᾙ χρυσόφτεραις φύγαν φαντασίαις·
Μόνο αὐτὸς ὁ πόθος θὰ μὲ φάῃ,
Ποῦ βάλαν οἱ Ἐριννύες
’Σ τὰ φρενιασμένα τοῦ νοός μου βάθη,
Γιὰ νἆναι ὁ δαίμονάς του κι’ ὁ θεός του:
Ὅλο τὸ ἐγώ μου λαχταρεῖ νὰ μάθῃ
Τὰ μυστικὰ τοῦ ἀγνώστου.

67