Σελίδα:Τα έργα του Λορέντσου Μαβίλη (1922).djvu/79

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
3

Ἀγάπη μὲ τῆς νειότης
τὸ Μάη καὶ σὺ μαράθηκες,
Ἔρως εἶσαι προδότης,
μὲ τ’ ἄλλα ὄνειρα ἐχάθηκες,
τῆς νειότης μου τῆς πρώτης.

4

Ποὖν’ τώρα ἡ Μοῦσα, ὦ Μοῖρα,
ποὺ τρέμοντας ἀγκάλιαζα;
Γιατί νὰ σπάσῃ ἡ λύρα
ποὺ κρούοντας ἀναγάλλιαζα
’ς τῆς ὀμορφιᾶς τὴ θύρα;

5

Σ’ ὕπνον θανάτου τέλεια
τὴν ψυχή μου ἀποκοίμησες·
καὶ ἀντὶς φιλιὰ καὶ γέλοια,
μ’ ἄφησες τὲς ἐνθύμησες,
τῆς εὐτυχιᾶς κουρέλια.




Φιλία, πέταξες καὶ σὺ
Μ’ ὅλα τὰ μύρια ὀνείρατά μου
Καὶ μὲ τὴ νειότη τὴ χρυσῆ
Καὶ μὲ τὸν πλούσιον ἔρωτά μου.

Ἄχ τώρα ποιόνε θὰ ἐξυμνῇ
Τό ἔρημό μου τὸ τραγούδι;
Ἀλήθεια, ἀπόμεινες γυμνὴ
Χωρὶς στολίδι οὔτε λουλοῦδι.

Τὴ φτονερὴ ζαρωματιὰ
Βλέπω στὸ πλιὸ δροσάτο χεῖλι,
Βλέπω νὰ βγαίνῃ ἄγρια νυχτιὰ
Ἀπὸ τὸ πλιὸ ροδάτο δεῖλι.

Σαβανωμένη μου ὀμορφιά,
Σ’ ἔφαε τοῦ κόσμου ἡ φαρμακίλα·
Θὰ ἠχοῦν οἱ στίχοι μου ὡς καρδιὰ
Μέσα στῆς κάσσας σου τὰ ξύλα.


65