ΤΟΥ PEISSENBERG
Βουνό, δὲ θἆσαι πάντοτε σὰ σήμερα ζωσμένο
μὲ σύγνεφα καὶ καταχνιαῖς! Αὔριο τὸ μαγεμμένο
φῶς τ’ οὐρανοῦ τὴν κορυφὴ καὶ πάλι θὰ σοῦ χρυσώνῃ—
κ’ ἐμέν’ ἄμποτε ἡ λύπη μου πάντα νὰ μὴ μὲ ζώνῃ!
85.
Ἂν σιμά μου ἔχω γεμάτη μιὰ μποτίλια
καὶ τὰ στήθη τῆς Λενιώς μου,
τότε βρίσκομαι μακρυὰ χιλιάδες μίλια
ἀπὸ σᾶς, πίκραις καὶ βάσανα τοῦ κόσμου.
Ἀσπροεντυμένη κόρη ἀργοπάταε
Χαρᾶς τραγοῦδι ὡς ἄγγελος ψάλλοντας
Καὶ μὲ μάτι ἀγάπη γεμάτο
Τὸν γαλανὸν οὐρανὸ κυττοῦσε.
Ἀπὸ τὴν δύσι ὀπίσω της ἄστραφτε
Ρόδινος πέπλος π’ ὁ Ἥλιος γδύθηκε,
Γιὰ νὰ χυθῇ γυμνὸς τὰ κάλλη
Τ’ ἀγνὰ τῆς θάλασσας ν’ ἀγκαλιάσῃ.
Ἡ ὡραία κόρη ἐκύττα ψηλὰ νὰ ἰδῇ
Τ’ ἀσημωμένο τῆς ἀσυντρόφευτης
Σελήνης φῶς π’ ἀντικτυποῦσε
Μὲς τὰ κατάμαυρα δυό της μάτια.
Βαρὺ τ’ ἀέρι ἀπ’ τὲς εὐωδίες τερπνὰ
Στρεφόνταν γύρω ’ς τὴν ξανθή κόμη της
Π’ ἐντροπαλὴ γοργὰ γλυστροῦσε
Μὲς τὸ λευκὸ νὰ κρυφτῇ τὸν κόρφο.
Τὴν κόρη εἶδα ἐγὼ καὶ ’ς τὰ σπλάχνα μου
Αἴσθημ’ ἀφῆκ’ ἐκείν’ ἡ θωριὰ γλυκὸ
Σὰν φῶς σελήνης, σὰν ἀεράκι
Ἢ σὰν τὸ σούρουπ’ ὅταν δροσίζει.