Ταῖς πέντε τὸ πρωΐ σημαίνει
τίκ τὰκ κ’ ἡ δόλια μου καρδιὰ
καθὼς νὰ ἦταν χουρδισμένη
καὶ αὐτὴ μ’ ἑνὸς θεοῦ κλειδιά.
Γιατί ποτέ, ποτὲ δὲν λείπει,
νὰ μὲ ξυπνᾷ τὸ καρδιοχτύπι;
Πότε, καρδιά, θὰ σταματήσῃς
καὶ νὰ πεθάνω θὰ μ’ ἀφήσῃς;
ΜΟΝΑΧΟ 1864
Ἀχνὸν καὶ ἄρρωστον μὲ εἶδες
κ’ ἐπόνεσες σὰν Παναγία
κ’ εἰς τῶν ματιῶν σου ταῖς ἀχτίδες
μὤδωσες πάλι τὴν ὑγεία.
Ὡσὰν θεὰ θὰ σὲ πιστεύω
καὶ μόνη ἐσένα θὰ λατρεύω.
Μὲς τὴν καρδιά μου εἶν’ ἡ ἐκκλησιά σου
θ’ ἀστράφτῃ ἐκεῖ τὸ κόνισμά σου.
ΜΟΝΑΧΟ 1885
Δέκα ποτήρια μπίρα κι’ ἂν μοῦ φέρνῃς
τὰ πίνω γιὰ νὰ μένω ἐδῶ σιμά σου·
γιὰ ταῖς χρυσαῖς ταῖς ὥραις ποῦ μοῦ παίρνῃς
μοῦ ῤίχνεις κἄπου κἄπου μιὰ ματιά σου.
Ἀπὸ τῆς μπίρας τοὺς καπνοὺς μεθάει
ὁ νοῦς μου καὶ ψηλότερα πετάει.
Τὴν καρδιά μου ᾑ ματιαῖς σου τὴν τρελλαίνουν
καὶ τραγούδια γιὰ σένα ἐκεῖθε βγαίνουν.
ΜΟΝΑΧΟ 1885