Φύλλα πυκνὰ καὶ φθονερὰ μοῦ κρύβουν τὰ λουλούδια
Ὁποῦ τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ τριγύρω μου σκορπίζει·
Οὐδὲ ποτέ μου αἰσθάνθηκα τ’ ἁρμονικὰ τραγούδια
Ποῦ ἡ μοῦσα ἡ οὐρανογέννητη ’ς τὸν ποιητὴ χαρίζει.
Καὶ ὅμως διὰ σὲ θὲ νὰ ὑψωθῶ ’ς τὸν καθαρὸν αἰθέρα,
Ἴσως ἀκούσω μοναχὰ τῆς λύρας της τὸν ἦχο,
Ποῦ ὅταν ἐλθῇ τοῦ γάμου σου ἡ εὐλογημένη μέρα
Ἴσως θὰ ἐμπνεύσῃ καὶ εἰς ἐμὲ κανέναν καλὸ στίχο.
1 ΙΟΥΝΙΟΥ 1878
ΠΟΥ ΕΜΕΛΛΕ ΝΑ ΠΑΕΙ ΣΤΗΝ ΕΞΟΧΗ]
Κρῖνα θὰ ἰδῇς κεῖ ποῦ θὰ πᾷς τριγύρω σου σπαρμένα…
Θὰ σὲ φτονοῦν τὰ δύστυχα· σ’ ὀλίγο μαραμένα
Κεῖνα ’ς τὴ γῆ θὰ πέσουνε· τ’ ἄνθη ὅμως τῆς ψυχῆς σου
Θὰ μείνουν· δὲ μαραίνονται τ’ ἄνθη τῆς παραδείσου.
5 ΙΟΥΛΙΟΥ 1878
Βλέπω τ’ ἀστέρια τ’ οὐρανοῦ νὰ λάμπουν σκορπισμένα
Καὶ νὰ κινιοῦνται ἄπαυτα ’ς τὸν ἄπειρον αἰθέρα,
Καὶ τὸ φεγγάρι ὅτ’ ἀπαντᾷ ἢ φεύγει τὴν ἡμέρα
’Σ τὰ δυὸ γαλάζια φέγγοντας στοιχειὰ ζευγαρωμένα.
Βλέπω τὴ θάλασσα, τὴ γῆ, τὲς λίμνες, τὰ λαγγάδια
Καὶ τὴν πολύμορφη ζωὴ ’ς τὴ φύσι ὅλη σπαρμένη,
’Σ τὸ πέλαγο καὶ ’ς τὴν ξηρά, ἢ καὶ ὅταν φτερωμένη
Μαγεύει μ’ ἀηδονιοῦ φωνὴ τῆς νύκτας τὰ μαυράδια.
Κι’ ὅμως τυφλὰ τὰ μάτια μου δὲν βλέπουν νὰ ὁδηγάῃ
Αὐτὰ τὰ αἰθέρια σώματα τὸ δάκτυλο τὸ θεῖο!…
Κωφὰ τ’ αὐτιά μου δὲν ἀκοῦν τ’ ἄφραστο μεγαλεῖο
Τῆς ἁρμονίας τῆς φύσεως ποὺ αὐτὸν δοξολογάει.
Ὅταν μονάχα ἰδῶ καρδιὰν ἁγνὴ μὴ πειραγμένη
Ἀπὸ τὰ πάθη τ’ ἄπειρα ὁποῦ μᾶς περιζώνουν,
Ἂχ τότε πλέον τὰ δάκρυα τὴν ὄψη μου θολόνουν,
Ὁποῦ δὲν εἶχε πρῶτα ἰδῇ τὸν Πλάστη τυφλωμένη.
Ἀλλοῦ μὴ ζήτα τὸν Θεόν, ἀδόλιαστη παρθένα·
Εἰς τὴν καρδιά σου θὰ τὸν βρῇς. Κάμε του εὐχὴ δι’ ἐμένα.
24 ΙΟΥΛΙΟΥ 1878