Σελίδα:Τα έργα του Λορέντσου Μαβίλη (1922).djvu/145

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.


Μιὰ κόβεται, σωριάζεται, μιὰ ὁλόρθη ἡ νιὰ πηδάει,
μιὰ σκούζει, μύρεται, καὶ μιὰ τρέμει, λυγοθυμάει.
Κ’ ἡ θλιβερὴ στενάζοντας, σ’ ἄμετρης λύπης κάψες,
λέει ἡ Μπχιμογέννητη ἡ πιστὴ μὲ βογγητὰ καὶ κλάψες:
«Γιὰ ὅποιου κατάρα πλάκωσαν πονόσφαχτον οἱ πόνοι 35
τὸ Νισχιαντχίτη, ἁψύτερος τὸ εἶναι του ἂς πλακόνει
πόνος καὶ ἀπὸ τὸν πόνο μας· καὶ πάθια πιὸ μεγάλα,
ἂς πάθει ἐκεῖνος ὁ κακὸς κι’ ἀπὸ τὸν ἴδιο Νάλα,
ποῦ τοῦτον ὁ κακόγνωμος σὲ βάσανα ἔχει μπλέξει·
στὴν κακορίζικη ζωὴ ποτὲ νὰ μὴν τοῦ φέξει.» 40
Ἔτσι ἔλεε τοῦ τρανόψυχου ρήγα, ἡ συμβία θρηνῶντας,
σὲ λόγγο θεριομόνιαστο τὸν ἄντρα της ζητῶντας.
Καὶ «ἄχ!» καὶ «βάχ!» ὦ βασιληᾶ, μυρόμενη ὁλοένα
ἐδῶθε ἐκεῖθε ἀδιάκοπα τρέχει τοῦ Μπχίμα ἡ γέννα.
Αὐτήν, ποῦ σὰ θαλασσαετοῦ τῆς ἔμοιαζαν οἱ γόοι, 45
κ’ ἔσκουζε κ’ ἔκλαιε ἐλεεινὰ μὲ πικρομυρολόϊ,
ξάφνου τὴ Μπχιμογέννητη, ποῦ αὐτοῦ φτασμένη ψάχνει,
βόας πεινασμένος, ὄφιος μεγάλος τὴν ἀδράχνει.
Κι’ ἀπὸ τὸ φίδι ὁλόζωστη, κεῖ ποῦ στὰ δάκρυα πλέει
λόγου της δὲ συγκλαίεται τὸ Νισχιαντχίτη κλαίει: 50
«Ἐμὲ τὴν ἀπροστάτευτη στὴν προστασία σου μ’ ἔχεις,
φίδι μ’ ἁρπᾶ σὲ λόγγου ἐρμιά, γιατὶ δὲ μὲ συντρέχεις;
Σὰ θυμηθεῖς με, πῶς θὰ ζεῖς στὰ σύγκαλα, στὰ πλούτη,
ὦ Νισχιαντχίτη, ἐλεύτερος ἀπ’ τὴν κατάρα τούτη;
Σὲ κόπου, πείνας βάσανα λυωμένος, Νισχιαντχίτη, 55
ρηγάδων τίγρη, ποιόν, ἀθῶε, θὰ βρεῖς παρηγορήτη;»
Κ’ ἕνας περνῶντας κυνηγὸς τ’ ἀτρύπητο ρουμάνι
τότες τὸ σκούξιμο ἄκουσε καὶ αὐτοῦ μ’ ἀσποῦδα φτάνει.
Πῶς ἦταν ἀπ’ τὸν ὄφιο σφιχτὴ ἡ μεγαλομμάτα
εἶδε κ’ εὐτὺς ὁ κυνηγὸς τὴ ζύγωσε τρεχάτα, 60
κι’ ἀπὸ μπροστὰ τὸν ἔσκισε μὲ κοφτερὸ λεπίδι,
λιάνισε τὸ σερνάμενο, δὲ σπάραξε τὸ φίδι.
Γλύσαντάς την, καὶ λούσαντας, συνήφερέ την πρῶτα
μὲ φαγοπότι, ὦ ἀπόγονε τοῦ Μπχάρατα, κ’ ἐρώτα:
«Ποιανοῦ εἶσαι ποῦ τὸ μάτι σου σὲ ζαρκαδιοῦ προσφέρνει; 65
πῶς μὲς στὸ λόγγο εἶσαι, κυρά, ποιὰ συφορὰ σὲ δέρνει;»
Καί, ἀνθρώπων ἄρχε, ὅλα ἐκεινοῦ μ’ ἀλήθεια, σὰ ρωτήθη,
ἡ Νταμαγιάντη, ἀπόγονε τοῦ Μπχάρατα, διηγήθη.
Μισόντυτη, παχειόμηρη καὶ παχειοβυζοφόρα,
ἁπαλοαψεγαδόκορμη, γεμοφεγγαροθώρα, 70
καμαροτσινορόμματη, μὲ τῆς μιλιᾶς τὴ γλύκα,
σὰν εἶδε την ὁ κυνηγὸς ζήτεια ἐρωτιᾶς ἐγροίκα.
Μὲ γλυκοτρυφερόλογο στῆς πεθυμιᾶς τὴ φλόγα
ὁ κυνηγὸς τὴν πράαινε κ’ ἡ ἀρχόντισσα τὸ ἐνόγα.
Μὰ ἡ Νταμαγιάντη ἡ ἀντρόπιαστη τὸν εἶχε καταλάβει, 75
τὸν ἄχρειον, κι’ ἀπὸ μάνητα τρανῆς ὀργῆς ἀνάβει.
Καὶ ὁ τιποτένιος, ὁ κακός, ἀδύνατος γιὰ ζόρι,
ν’ ἀστράφτει ἡ ἀκαταδάμαστη σὰ φλόγας ἄκρη ἐθώρει.

131