Σελίδα:Τα έργα του Λορέντσου Μαβίλη (1922).djvu/146

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.


Κι’ ἀφοῦ ἦρθε ἡ ὥρα ποῦ ὁ καιρὸς γιὰ λόγια εἶχε περάσει,
ἡ Νταμαγιάντη ἡ θλιβερή, ποὖχε τὸν ἄντρα χάσει 80
καὶ τὸ βασίλειο, στῆς ὀρφῆς πνιγμένη τὴν ἀντάρα,
ἐκεῖνον καταράστηκε μὲ τούτην τὴν κατάρα:
«Τὸ Νισχιαντχίτη, ἄλλον ποτὲ στὸ νοῦ μου ἐγὼ δὲν εἶχα!
Ἔτσι ὁ τρισάθλιος κυνηγὸς στὸν τόπο νὰ ξεψύχα!»
Ὁ κυνηγὸς τὸ λόγο της γρικάει δὲν ἀγρικάει, 85
χάμου σωριάζεται ἄψυχος, σὰν τὸ δεντρὸ ποῦ ἐκάη.

12

Τὸν κυνηγὸ σὰ σκότωσε προβῆκε ἡ λωτομάτα
μὲς σὲ ρουμάνια ἔρμα, φριχτά, τζιτζιριστά, γεμάτα
λιόντες, καπλάνια, τίγρηδες, βουβάλια, ἀρκοῦδες, λάφια,
μ’ ἀρίφνητα πετούμενα, μ’ ἄγριων κλεφτῶν ἐσνάφια,
πήχτρα ἀπὸ σαλοφιλουριές καὶ μπάμπουκαλαμιῶνες, 5
ἀπὸ γκρισλέες, ἀγριοσουκιὲς κι’ ἀμπανοζιοδεντρῶνες,
μαζὶ μὲ κομμιδόδεντρα, κατάππες, τερμινάλιες,
μ’ ἀρτζοῦνες καὶ μὲ μέλεγες, νταλβέργες καὶ σαλμάλιες,
ροδομηλιές, μαγγόδεντρα, λῶδρες, γαντζιές, παντμάκες,
σάλες καὶ σπανοκάλαμα, καδάμπες κι’ ἀμαλάκες, 10
πλάξχες καὶ κουβαροσουκιὲς καὶ τζιντζιφιές, μπανάνες
πλήθιες κ’ ἰνδοπορτοκαλιές, μαζῆ καὶ μπουχανάνες
πλατύφυλλες καὶ φοινικιὲς πολλὲς καὶ χαριτάκια
μυρόβολα καὶ χουρμαδιὲς καὶ πλήθια βιφιτάξια.
Κ’ εἶδε βουνά, λογῆς λογῆς μὲ πλούτια μέσα χίλια, 15
λογγάρια πολυλάλητα, θιᾶμα φαράγγια σπήλια,
ποτάμια, ρεῖθρα καὶ λιμνιὰ κι’ ἄμετρα ἀγρίμια, ὀρνίθια,
πισάτσες, ράξχασες φριχτοὺς κι’ ὀφιοδαιμόνια πλήθια,
βάλτους, ψαρόλιμνες, βουνῶν κορφάδες καὶ συνάμα
παντοῦ ροὲς θεώρατες καὶ καταρράχτες θιᾶμα. 20
Κοπαδιαστὰ τῶ Βινταρμπχῶν ἡ ρηγοθυγατέρα
βουβάλια, φίδια, ἀγριόχοιρους κι’ ἀρκούδια ἐκεῖ εἶδε πέρα.
Ἡ τυχερὴ καὶ ψυχερή, μὲ δόξας λαμπροσύνη,
ἠ ἔρμη τὸ Νάλα ψάχνοντας νὰ βρεῖ τὴν ὥρα ἐκείνη,
δὲ σκιάχτηκε, ἡ Βιντάρμπχαινα, τοῦ ρήγα Μπχίμα ἡ γέννα, 25
ἐδῶθε ἐκεῖθε τρέχοντας, ἀπ’ ὅλα αὐτὰ κανένα.
Σὲ λόγγου φρίκη φτάσαντας ἡ Βινταρμπχοαυγατίστρα,
καυτὴ ἀπ’ τὰ πάθια τ’ ἄντρα της, πικρή, μοιρολογίστρα,
μὲ τὸ κορμί της, βασιληᾶ, ποῦ ἡ θλίψη τὸ φυραίνει
τ’ ἀντρὸς της, χάμου ξαπλωτὴ στὲς πέτρες, ἔτσι κρένει: 30
«Τῶ Νισχιαντχῶν, πλατύστηθε, γενάρχη, μακροχέρη,
ρήγα, ποῦ πᾶς καὶ μ’ ἄφησες σ’ ἔρμου ὀρμανιοῦ λημέρι;
Πῶς, ἥρωα, ἐσὺ ποῦ ἐπρόσφερες σφαχτῶν ἱεροπραξία
πλούσια, μὲ πρώτη, ὦ ἀντρότιγρη, τὴν ἀλογοθυσία,
μὲ μένα ψεύτης φάνηκες; Ὦ τῶν ἀνθρώπων πρῶτε, 35
τὸ λόγο ποὖπες, τρίλαμπρε, καλόηθε, ὀμπρὸς μου τότε,

132