Σελίδα:Τα έργα του Λορέντσου Μαβίλη (1922).djvu/144

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.


Σὰν εἶπε αὐτὰ τῆς ἀκριβῆς συμβίας του, ποῦ σὲ κάλλη 55
ἀνόμοιαστη ἤτανε στὴ γῆς, παρθῆκαν ἀπ’ τὸν Κάλη
τοῦ Νάλα τὰ συλλοϊκά, κ’ ἐμάκρυνε τρεχάτος,
μὰ πάλι ὁ ρήγας Νάλας μιὰ καὶ δυὸ ξαναφευγάτος
ὅλο στὸ χάνι ἐγύριζε, τὶ ὁ Κάλης ἅρπαζέ τον,
κι’ ἀπὸ τὸν Κάλη ἡ ἀγάπη του σ’ αὐτὴν ξανάφερνέ τον. 60
Καρδιὰ σκιστὴ σὲ δυὸ εἶχε αὐτός, ποῦ ἡ πικρία τόνε θλίβει,
σὰν ἀνεμόκουνια ἔρχονταν καὶ πήαινε στὸ καλύβι.
Μὰ ὁ Κάλης πῆρε τον· τυφλός, τρίσθλιφτος δάκρυα χύνει,
καὶ φεύγει καὶ κοιμάμενην ἐκεῖ τὴν κόρη ἀφίνει.
Νεκρόψυχον τὸν κύριεψαν τὰ μαγικὰ τοῦ Κάλη, 65
τὸ βασιληᾶ, καὶ συλλοὴ στὸ νοῦ του δὲν εἶχε ἄλλη,
καὶ φεύγοντας παράτησε στῆς πίκριας του τὴ θέρμη,
στοῦ λόγγου τὴ γυναῖκα του τὴ μοναξιὰ παντέρμη.

11

Σά, ρήγα, ὁ Νάλας μάκρυνε ξυπνάει ξαποσταμένη
ἡ Νταμαγιάντη ἡ ὡρηόγοφη σὲ λόγγου ἐρμιὰ σκιαγμένη.
Κ’ ἡ θλιβερὴ μὴ βλέποντας τὸν ἄντρα της τρομάζει,
καὶ ὦ μεγαρήγα, σκούζοντας τὸ Νισχιαντχίτη κράζει:
«Ρήγα τρανέ, σώστη, ἀκριβέ, γιατὶ μ’ ἀφίνεις μόνη; 5
μὲς στὴν ἐρμιὰ τοῦ ρουμανιοῦ τρομάρα μὲ πλακόνει·
πεθαίνω κι’ ἀφανίζομαι! τὸ δίκιο μὴ δὲν ξέρεις;
μή, μεγαρήγα, σ’ ὅ,τι λὲς ἀλήθεια δὲν προφέρεις;
πῶς μιὰ φορὰ κ’ εἶπες μου: «Ναί, μὰ τὴν ἀλήθεια» τώρα
φεύγοντας μ’ ἀπαράτησες στοῦ ὕπνου μου τὴν ὥρα; 10
πῶς ἡ καρδιά σου τὴν πιστή, τὴν ἄξια σου συμβία
νὰ παραιτήσεις βάσταξε, μάλιστα δίχως μία
κἂν ἀδικιὰ ἀπὸ μέρος της; τἄδικο ἀλλοῦθε ὑπάρχει!
Νὰ κάμεις ν’ ἀληθέψουνε σ’ ἐμὲ τὰ λόγια, ἀντράρχη,
μπορεῖς, ποῦ ὀμπρὸς στοὺς φύλακες τοῦ κόσμου πρῶτα ἐμίλειες! 15
Γραφτὴ εἶναι ἡ ὥρα τῆς θανῆς τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτὴ ποὺ ἐφίλειες,
ἀντροδαμάλι, ἀλλοιώτικα καὶ ὡρούλα μιὰ μονάχη,
τώρα ποῦ τὴν παράτησες, ζωὴ πῶς μπόρει νἄχῃ;
Δαμάλι τῶν ἀνθρώπωνε, χωράτεψες καὶ φτάνει,
φανίσου, τέλεια ἀνίκητε· σκιάξη, ἄρχοντα, μὲ πιάνει! 20
Φαίνεσαι, ρήγα, φαίνεσαι· νά, Νισχιαντχίτη, ἐφάνης!
Κρύβεσαι στὰ χαμόκλαδα, τί δὲ μοῦ ἀναθιβάνεις;
Ἄρχε ρηγάδων, κρῖμας! ὤχ! σὲ τέτοιο παραδεῖρι
καὶ θρῆνο ἐδῶ νὰ μὴν ἐρθεῖς γιὰ παρηγόριο, κύρη!
Δὲν κλαίω γιὰ μένα, δὲν θρηνῶ γιὰ τίποτ’ ἄλλο: λέω 25
μόνο γιατὶ εἶσαι μοναχός, καὶ σένα, ἀντράρχη, κλαίω·
ἂν πεῖνα, δίψα, βασιληᾶ, καὶ κόπος τυραγνᾶ σε,
πῶς βράδυ στὲς δεντρόριζες μὴ βλέποντάς με θἆσαι;»
Τὴν ἁψυοπικροπλάνταχτη μάνητα πόνου καίει,
κ’ ἐδῶθε ἐκεῖθε τρέχοντας συφοριασμένη κλαίει. 30

130