αὐτοῦ, κ’ ἔπειτα ἀφίνοντας τοῦ Μπχίμα γειά, τὴν παίρνει,
κ’ ἐκεῖθε στὴν πατρίδα του μαζὶ της ξαναγέρνει.
Κι’ ὁ ρήγας ὁ Ἁγνοξάκουστος κερδίσαντας ἐχάρη
τῶ γυναικῶν, ὦ βασιληᾶ, τ’ ὡραῖο μαργαριτάρι, 110
κι’ ἀλλήλως θαραπάηκαν ἐκείνη μὲ τὸ Νάλα,
σὰ μὲ τὴ Σάτση ὁ φονευτὴς τοῦ Βρίτρα καὶ τοῦ Μπάλα.
Κι’ ἀχτιδοβόλα ὁλόχαρος ὁ ρήγας ὅμοιος μ’ ἥλιο,
καὶ δίκαιος καλοτύχιζε προστάτης τὸ βασίλειο,
ὁ ἥρωας, κ’ ἐπρόσφερε τὴν ἀλογοθυσία, 115
καθὼς ὁ γιὸς τοῦ Νάχουσχια ὁ Γιαγιάτης μ’ εὐτυχία.
Κι’ ἄλλες πολλὲς ὁ γνωστικὸς ἱεροπραξίες καὶ δῶρα
ἀφιέρονε θεάρεστα· καὶ πάλε σὲ ἀνθοφόρα
δασοπερβόλια ὀρεχτικὰ στὸ πλάϊ περιδιαβάζει
τῆς Νταμαγιάντης καὶ θεὸς ἀθάνατος φαντάζει. 120
Κ’ ἔδωσε ὁ μεγαλόψυχος στὴ Νταμαγιάντη ἀγόρι
τὸν Ἰντρασαίνα καὶ μαζὶ τὴν Ἰντρασαίνα κόρη·
κ’ ἔτσι μὲ περιδιάβασμα καὶ μὲ θυσίες ἐπέρνα
καὶ πάμπλουτος τὴν πλούσια γῆς ἄρχος ἀντρῶν κυβέρνα.
Μὰ σὰν τὸ Νάλα ἐδιάλεξε τοῦ Μπχίμα ἡ κόρη βλέπουν
οἱ τρανομπόρετοι θεοί, ποῦ ὅλον τὸν κόσμο σκέπουν,
μισάψαντας τὸν Ντβάπαρα, ποῦ μὲ τὸν Κάλη φτάνει,
καὶ ἅμα τοὺς ἔννοιωσε ὁ Ἰσκυρὸς τοῦ Κάλη ἀναθιβάνει,
ὁ Μπάλαβρίτροφονευτής: «Ὦ Κάλη, δὲ μᾶς λέτε, 5
ποῦ πάτε ἐσὺ κι’ ὁ Ντβάπαρας;» Κ’ ἐκείνου ἀπολογιέται
ὁ Κάλης: «Στ’ ἀντροδιάλεγμα τῆς Νταμαγιάντης πάω,
κι’ αὐτὴνε θὰ διαλέξω ἐγώ, γιατὶ τὴν πεθυμάω.»
Γέλασε ὁ Ἴντρας κ’ εἶπε του: «Τὸ διάλεγμα ἔχει γίνει·
τὸν ἄρχο Νάλα ἐδιάλεξε, τὸ ρήγα ὀμπρός μας κείνη.» 10
Κι’ ὁ Κάλης ἀπ’ τὸν Ἰσκυρὸ γρικῶντας λόγον τέτοιο,
θύμωσε κ’ εἶπε στοὺς θεοὺς αὐτὰ γι’ ἀποχαιρέτιο:
«Ἄνθρωπο γι’ ἄντρα στοὺς θεοὺς ὀμπρὸς βουλήθη ναὔρει,
γιὰ δαῦτο ἀξίζει παιδομὴ σ’ αὐτὴν κακιὰ καὶ μαύρη.»
Κ’ εἶπαν οἱ οὐρανοκάτοικοι στὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Κάλη: 15
«Ἡ Νταμαγιάντη μ’ ἄδεια μας τὸ Νάλα ἔχει ἄντρα βγάλει.
Καὶ ποιὰ δὲ θὰ τὸν ἤθελε τὸ Νάλα; μὴ δὲν ἔχει
τὴν κάθε χάρη ὁ βασιληᾶς, τὰ χρέη μὴ δὲν κατέχει;
ἄσφαλτα μὴ δὲν πλέρωσε σὰν πρέπει κάθε τάμα,
τοὺς Βαῖντες μὴ δὲ διάβασε τοὺς τέσσερους κι’ ἀντάμα 20
τὰ συναξάρια πέντατα; μὴν κατὰ τὸν κανόνα
σπίτι του δὲν χορτάσαμε θυσίες στὸν αἰῶνα;
Εἶναι ἡ χαρά του ζωντανὸ ποτὲ νὰ μὴν πειράξει,
ἀληθινός, ἀσάλευτος σ’ ἐκεῖνο πὤχει τάξει,
ὁλόβολο στολίζουν τον κάθε λογῆς καμάρια, 25
καὶ τίμιος, σταθερόγνωμος, μὲ τὴν καρδιὰ καθάρια,