Σελίδα:Τα έργα του Λορέντσου Μαβίλη (1922).djvu/138

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.


μ’ ἁπλοχεριὰ καὶ μ’ ἄσκησες ὁ ἀτάραχος δαμάζει
τὰ πάθια, κι’ ὁ ἀνθρωπότιγρης κοσμοφυλάχτη μοιάζει.
Καὶ τέτοιος ποὖναι, κανενὸς ἂν ἐδοκιότουν, Κάλη,
τὸ Νάλα νὰ καταραστεῖ, τὸ ἴδιο του τὸ κεφάλι 30
θὰ καταριότουν ὁ τυφλὸς καὶ ἁτός του θὰ χτυπιότουν.
Μὲ τέτοιες χάρες, κανενός, ὦ Κάλη, ἂν ἐδοκιότουν
τὸ Νάλα νὰ καταραστεῖ, στὰ τύραγνα ἤθα πέσει
τῆς κόλασης, στῆς ἄκωλης βρωμόλιμνης τὴ μέση!»
Τοῦ Κάλη καὶ τοῦ Ντβάπαρα, σὰν εἶπαν τοῦτα, ἐπῆγαν 35
ψηλὰ οἱ θεοὶ στὸν οὐρανό. Καὶ ὁ Κάλης, ἅμα ἐφύγαν,
τοῦ Ντβάπαρα εἶπε: «Δὲ μπορῶ πλιά τ’ ἄχτι νὰ χονέψω
καὶ πάω στὸ σπίτι, ὦ Ντβάπαρα, τοῦ Νάλα νὰ κονέψω.
Ἐγὼ τὴ βασιλεία του νὰ χάσει θὰ τὸν κάμω,
ποῦ αὐτὸς κ’ ἡ Μπχιμογέννητη νὰ μὴ χαροῦν τὸ γάμο. 40
Ἀπόφτου κι’ ὅλας νὰ κρυφτεῖς μέσα στὰ ζάρια τρέξε,
κ’ ἔτσι σ’ ἐμένα, ὦ Ντβάπαρα, νὰ δώσεις χέρι στρέξε.»

7

Ὁ Κάλης μὲ τὸ Ντβάπαρα, σὰν τέτοια συμφωνία
ἔκλεισε, ἐπῆε στοῦ βασιληᾶ τοῦ Νάλα κ’ εὐκαιρία
ζητῶντας, ἔμεινε καιρὸ σιμὰ στὸ Νισχιαντχίτη,
κ’ ηὗρε σὲ χρόνους δώδεκα τὴν ἀφορμὴ ποῦ ἐζήτει.
Ὁ Νάλας χύσαντας νερὸ μιὰ μέρα, ἁγιάσμα πίνει 5
καὶ προσευκιέται, μὰ ἀστοχᾶ τὰ πόδια του νὰ πλύνει.
Καὶ τότε ὁ Κάλης κύριεψε τὸ Νάλα, καὶ σὰ μπῆκε
μέσα του, εὐτὺς τὸν Πούσκαρα κατόπι ἐπῆε καὶ βρῆκε·
κ’ ἐμίλησέ του: «Πήγαινε στοῦ Νάλα γιὰ νὰ παίξεις
στὰ ζάρια· παραστέκοντας ἐγώ, θὰ τὸν κερδέξεις. 10
Ὁ Νάλας τὸ ρηγᾶτο του σὰ στὸ παιγνίδι χάσει,
ὁ θρόνος τῶ Νισχιάντχωνε σὲ λόγου σου ἂς περάσει.»
Κ’ ἐπῆε στοῦ Νάλα ὁ Πούσκαρας, ἅμα ἔτσι τοὖχε κρίνει,
καὶ τὸ δαμάλι τῶ ζαριῶν ὁ Ντβάπαρας ἐγίνη,
κι’ ἀντάμωσε τὸν Πούσκαρα, κι’ ὁ Πούσκαρας σὰ σμίγει, 15
ὁ φονευτὴς ἡρώων ὀχτρῶν, τὸν ἥρωα Νάλα ἀνοίγει
τούτη, ὁ ἀδερφὸς τὴ συντυχιά, καὶ λέει καὶ λέει του πάλι:
«Ἔλα, ἀδερφέ, νὰ παίξουμε στὰ ζάρια τὸ δαμάλι.»
Κι’ ὁ ρήγας ὁ τρανόψυχος τὸ λόγο δὲ σηκόνει,
κι’ ὀμπρὸς στὴ Βινταρμπχίτισσα στὸ παίξιμο τὸ στρώννει· 20
στοίχημα ἁμάξια κι’ ἄλογα, χρυσάφια, ροῦχα βάνει,
μὰ ὁ Κάλης τὸν ἐκύριευε κι’ ὁ Νάλας ὅλα χάνει.
Αὐτοῦ ποῦ ἡ λύσσα τοῦ ζαριοῦ τὸν ἐμεθοῦσε, φίλος
νὰ κόψει του δὲ δύνοτουν τοῦ παιγνιδιοῦ τὸ ζῆλος
κανένας τοῦ ὀχτροδαμαστῆ, κ’ ἐπῆγαν ὅλοι τότες, 25
ὦ ἀπόγονε τοῦ Μπχάρατα, σ’ αὐτὸν οἱ πατριῶτες
καὶ οἱ συμβουλάτορες μαζῆ τὸ βασιληᾶ νὰ σμίξουν
καὶ ἀπὸ τὸ πάθος τὸ κακὸ νὰ τὸν ἀποτραβήξουν.

124