ὁλόρθους ὅλους τοὺς θεοὺς ποῦ δὲν πατοῦν τὸ χῶμα.
Μὰ ἰσκιόδιπλος, μὲ στεφανιῶν μαραχιασμένο χρῶμα, 60
ὁ Νάλας χάμου στέκεται κ’ ἔχει ἵδρο κ’ ἔχει σκόνη,
κι’ ἀνοιγοσφάλισμα ὀμματιῶν τῆς τόνε φανερόνει.
Καὶ βλέποντάς τους τοὺς θεοὺς ἡ Μπχιμοπούλα, ὦ γόνε
τοῦ Μπχάρατα, καὶ βλέποντας τὸν Ἁγνοξάκουστόνε,
τὸ Νάλα, ὦ Παντουγέννητε, διαλέει κατὰ τὸ νόμο. 65
Κόκκινη, τὸν ποδόγυρο τοῦ πιάνει καὶ στὸ νῶμο
ζώνει του ἡ μεγαλόμματη τὸ τρίλαμπρο στεφάνι
κ’ ἔτσι διαλέει τον κι’ ἄντρα της ἡ ὡριόχρωμη τὸν κάνει.
Ὤ, τότες, ὤ! μ’ ὀχλοβοὴ σφιχτὰ οἱ κρατάρχες κράξαν,
θεοὶ καὶ μεγαρίσχιδες: «Μὲ γειά! Μὲ γειά!» φωνάξαν, 70
καὶ οἱ χλαλοὲς ὁλόγυρα τοῦ ρήγα Νάλα ἀντήχαν
αὐτῶν ποῦ τὸν ἐδόξαζαν καὶ θάματα τὸν εἶχαν.
Μὰ τὴν ὀμορφολάγγονη τὴ Νταμαγιάντη, ὦ γέννα
τοῦ Κούρου, ἐπαρηγόρειε την ὁ γιὸς τοῦ Βιρασαίνα,
ὁ βασιληᾶς, μὲ ὀλόχαρη ψυχή: «Γιατὶ τοῦ ἀθρώπου 75
ἐμένα, ἐσὺ καλόηθη, δείχνεις ἀγάπη, ἐδ’ ὅπου
κοντὰ μας βρίσκονται θεοί; σὰν ἄντρας σου γιὰ δαῦτο
μάθε πῶς μ’ ἀναγάλλιαση γι’ αὐτὰ που λὲς ἀστράφτω!
Ὅσο, καθαρογέλαστη, θἄχω πνοὴ στὰ στήθια,
τόσο, ἀπὸ σένα ἀχώριστος θἆμαι, σοῦ λέω στ’ ἀλήθεια.» 80
Ἔτσι τὴν περιχαίροτουν κ’ ἐμίλειε της μὲ ἀντάμα
σμιχτὲς παλάμες βαθουλὲς ψηλά, κ’ οἱ δυό τους ἅμα
μαζὶ καλοκαρδίστηκαν κ’ ἐπῆγε τους τὸ μάτι
πάλε σ’ αὐτοὺς ποὖχαν ὀμπρὸς τὸν Ἄγκνη πρωτοστάτη,
κάτου ἀπ’ τὴ θεία τους φύλαξη μὲ τὴν ψυχή τους τρέξαν. 85
Μὰ σὰν τὸ Νάλα ἐδιάλεξε τοῦ Μπχίμα ἡ κόρη, ἐστρέξαν
ὅλοι οἱ μεγαλοδύναμοι κοσμοφυλάχτες τώρα
μεταχαρᾶς κ’ ἐχάρισαν ὀχτὼ τοῦ Νάλα δῶρα:
Νὰ βλέπει θεία φανέρωση θυσιάζοντας καὶ ἀκόμα,
περπατηξιὰ μ’ ὁλόϊσο χαριτωμένο διῶμα, 90
τῆς Σάτσης ὁ ἄντρας, ὁ Ἰσκυρός, χαιράμενος τοῦ δίνει·
στιὰ νὰ γεννάει σὰ βουληθεῖ καὶ νὰ μπορεῖ νὰ μείνει
ἄκαυτος μέσα στοὺς λαμπροὺς κόσμους ποῦ αὐτὸς ἀνάφτει,
τοῦτο τὸ δῶρο ἐστάθηκε τοῦ Ἄγκνη τοῦ Σφαχτοχάφτη.
Κ’ ἐχάρισέ του μαγειριᾶς ὁ Γιάμας νοστιμάδα 95
καὶ πιμονὴ τετράψηλη γιὰ πάντα στὴν ἰσιάδα·
κι’ αὐτὸς ποῦ ὁρίζει τὰ νερά, τὴ δύναμη νὰ φτιάνει
νερὸ σὰ θέλει, κι’ ἄφταστα μυριστικὸ στεφάνι·
συντροφικὸ δῶρο παιδιὰ λυμάρικα τοὺς δῶσαν
καὶ στὰ τρισούρανα οἱ θεοὶ χαρίσαντας ψηλῶσαν. 100
Κι’ ἐθιάμαξαν τὸ σιάξιμο κεινῶν καὶ τὰ ρηγᾶτα,
κι’ ὁλόχαροι ξανάγυραν ἀπὸ τὴν ἴδια στράτα.
Κι’ ἀφοῦ οἱ ρηγάδες μίσεψαν, τοῦ Μπχίμα ἀναγαλλιάζει
ἡ μεγαλόχαρη καρδιά καὶ τὲς χαρὲς γιορτάζει
τοῦ Νάλα μὲ τὴν κόρη του· καὶ μένει ὁ Νισχιαντχίτης, 105
ὁ ἀπ’ ὅλους κάλλιος ἄνθρωπος, ὅσο ποθεῖ μαζί της