οἱ ἄρχοι τῆς γῆς καὶ στέφανα στὴν κόμη τους τριοντίζαν,
καὶ μαργαριταρόπετρες στ’ αὐτιά τους ἐγυαλίζαν.
Παχειὰ τὰ μπράτσα φαίνονται, σιδερομάνταλα ἴδια,
καλὰ σὰν πεντακέφαλα στὴν τρυφεράδα φίδια,
μὲ ὡραῖα μυτοματόφρυδα, μ’ ὡραῖα μαλλιά, στὰ πλέρια 15
φέγγει ἡ ὄψη τῶ ρηγάδωνε, σὰν τοὐρανοῦ τ’ ἀστέρια.
Σὲ τέτοια ρηγοσύναξη, γιορτιάτικη, γεμάτη
ἀνθρωποτίγριδες, καθὼς ἡ Φιδοκουλουράτη
ὀφιοδαιμόνια, ἢ τίγριδες γεμάτο βουνοσπήλιο,
μὲς στὸ πατάρι μπαίνοντας μὲ πρόσωπο σὰν ἥλιο 20
ἡ Νταμαγιάντη, ἀστραφτερή, καὶ νοῦ καὶ βλέψη παίρνει
τοῦ κάθε ρήγα, ποῦ νὰ ἰδεῖ τὸ λάμψιμό της γέρνει,
κι’ ὅλοι τους οἱ τρανόψυχοι τὸ ἀνάβλεμμα στηλόνουν
ἐκεῖ σ’ ἐκείνης τὸ κορμὶ κ’ ἐκεῖθε δὲν τὸ ἀσκόνουν.
Τότες τιμῶντας τὄνομα τῶ βασιληάδων κράζαν, 25
καὶ ἡ Μπχιμοπούλα ἀντίκρυσε πέντε ἄντρες ποῦ ὅλοι μοιάζαν,
ὦ ἀπόγονε τοῦ Μπχάρατα, σὰ μιὰ τὴν ἄλλη στάλα,
κι’ ἀφίβολη ἡ Βιντάρμπχαινα τὸ βασιληᾶ τὸ Νάλα
νὰ ξεχωρίσει δὲ μπορεῖ, γιατὶ ὅποιον κι’ ἄν ἐθώρει,
τὸ ρῆγα Νάλα ἐπίστευε πῶς βλέπει ἡ ἀρχοντοκόρη. 30
Καὶ μὲ τὸ νοῦ της ἔλεγε: «Καὶ πῶς θὰ ξεσκεπάσω
ποιοὶ εἶν’ οἱ θεοί; τὸ Νάλα πῶς, τὸ ρήγα, θὰ ξεικάσω;»
Τέτοια θλιμμένη, ἀπόγονε τοῦ Μπχάρατα, λογιάζει
καὶ τὰ σουσούμια τῶ θεῶν, πὤχει ἀκουστὰ ξετάζει:
«Θεῶν ὅσα γνωρίσματα μοὖπαν προεστοὶ διδάχοι, 35
αὐτοὶ ποῦ ἐδὼ τὴ γῆς πατοῦν οὔτ’ ἕνας, βλέπω τἄχει.»
Καὶ κεῖ ποῦ αὐτὰ φροντίζοντας ὁ νοῦς της συχνοκλώθει
βοηθοὺς νὰ κράξει τοὺς θεοὺς καιρὸς πῶς ἦρθε νοιώθει.
Κι’ ἁπλοχερνῶντας μὲ φωνὴ καὶ μὲ καρδιὰ ἐπροσκύνα,
καὶ στοὺς θεοὺς τρεμάμενη τοῦτα τὰ λόγια ἀρχίνα: 40
«Τοῦ κύκνου ἀκούοντας, τὴν καρδιὰ τοῦ Νάλα ἂν ἔχω δώσει,
ἔτσι σ’ ἐμένα ἡ χάρη σας ἄς τόνε φανερώσει.
Ἄν οὔτε ὁ λόγος μου, οὔτε ὁ νοῦς τὴν πίστη ἔχει προδώσει,
ἔτσι σὲ μένα ἡ χάρη σας ἂς τόνε φανερώσει.
Τοῦ Νισχιαντχίτη νἆμαι ἐγὼ θεία μοῖρα ἄ μὤχει κλώσει, 45
ἐμένα, ἐμένα ἡ χάρη σας ἂς τόνε φανερώσει.
Τοῦ Νάλα γιὰ τὸ στέρξιμο λαχτάρα ἄ μ’ ἔχει λυώσει,
ἐμένα, ἐμένα ἡ χάρη σας ἂς τόνε φανερώσει.
Ποιοὶ εἶναι οἱ κοσμοφύλακες μεγάλοι κύριοι ἂς δείξουν,
ἴσως τὸν Ἁγνοξάκουστον τὰ μάτια μου ξανοίξουν.» 50
Τὸ θλιβερὸ παράπονο τῆς Νταμαγιάντης μόλις
ἀκοῦσαν, τὴν ἀπόφαση τὴ σταθερή της κι’ ὅλις,
τ’ ἄψευτα λόγια της, καὶ πῶς τὸν πόθο της μολόγα,
τὸ νοῦ, τὴν ἄδολη καρδιά, τὴν πίστη καὶ τὴ φλόγα
ποῦ γιὰ τὸ Νάλα ἀγροίκαε, καθὼς ἐκείνη ἐζήτα, 55
φορέσαν τὰ σημάδια τους κ’ ἐφανερώσασί τα.
Εἶδε τους δίχως ἵδρωτα, μὲ ἀσάλευτα τὰ μάτια,
μὲ στεφανάνθια ἀσκεύρωτα, μὲ ἀσκόνιστα γιμάτια,