Σελίδα:Τα έργα του Λορέντσου Μαβίλη (1922).djvu/134

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.


γιὰ τὸ δικό μου θέλημα, σὰν ἔρθει ἐκείνη ἡ ὥρα,
μὰ ἂς γένει, καλορίζικη, κατὰ πῶς σοὖπα τώρα.» 40
Καὶ ἡ Νταμαγιάντη λέγει του, ἡ ξαστερογελάτη,
μιλῶντας μ’ ἀναφυλλητὸ καὶ δακρυσμένο μάτι:
«Γιὰ νἆσαι ἐσὺ ἀκριμάτιστος, ὦ κύριε τῶν ἀνθρώπω,
μὲ ἰσιάδα θὰ τὰ σιάξουμε κ’ εὐρῆκα, ὦ ρήγα, τρόπο.
Μιὰ συντροφιὰ σὺ καὶ οἱ θεοί, μ’ ἐμπρὸς τὸν Ἴντρα νἆστε, 45
καὶ ἀντάμα, ὦ πρῶτε τῶν ἀντρῶν, στὴ διαλεξιὰ κοπιάστε.
Σὲ κοσμοφυλακάτορων, ἀντράρχη, παρουσία,
σὰ σὲ διαλέξω, ἀντρότιγρη, δὲ θἄχεις ἁμαρτία.»
Τοῦτα ἀπ’ τὴ Βινταρμπχίτισσα γρικήσαντας, λαοκύρη,
ὁ ρήγας Νάλας στοὺς θεοὺς κινάει νὰ ξαναγύρει, 50
κ’ ἐρχόμενον οἱ φύλακες τοῦ κόσμου τὸν ἐννοιῶσαν,
κι’ ὦ μεγαρὴγα, ἐρώτησαν πῶς ὅλα ἀποτελειῶσαν.
«Εἶδες τὴ φεγγογέλαστη τὴ Νταμαγιάντη; πές μας,
ἄφταιστε ρήγα, ἄρχε τῆς γῆς, τί λέει στὲς προξενειές μας;»
Ὁ Νάλας εἶπε:
«Στῆς Νταμαγιάντης, μ’ ὁρισμὸ τῆς ἀφεντιᾶς σας, μπαίνω 55
τὸ σπῖτι, ποὖναι ἀπὸ ψηλὸ τοιχόγυρο κλεισμένο.
Προεστοὶ φυλᾶν πορτάριδες, μὰ οἱ ἄντρες δὲ μὲ βλέπουν,
βέβαια γιατὶ τῆς χάρης σας οἱ μπόρεσες μὲ σκέπουν.
Ἡ ρηγοκόρη κι’ ὅλες της οἱ φιλενάδες τότες
θωροῦν ἐμένα μοναχά, καθὼς ἐγὼ θωρῶ τες. 60
Ξαφνίζονται ὅλες βλέποντας ἐμένα, θεορηγάδες,
κ’ ἐκεῖ ποῦ ἐγὼ τῆς χάρης σας διηγοῦμαι τὲς λαμπράδες,
σ’ ἐμένα ἡ λαμπροπρόσωπη γυρνάει τὴν πιθυμιά της,
ὦ πρῶτοι πρῶτοι τῶ θεῶν, κ’ ἐμὲ διαλέει ἡ καρδιά της.
Κ’ ἡ κόρη λέγει μου: «οἱ θεοὶ καὶ σὺ μαζὶ κινῆστε, 65
κι’ ἀνταμωμένοι, ἀντρότιγρη, στὴ διαλεξιά μου ὁρίστε.
Σὰν ἡ ἀρεσιά μου ὀμπρὸς σ’ αὐτούς, ὦ Νάλα, ἐσένα λάχει,
τὸ φέρσιμό σου φταίξιμο, μακρόχερε, δὲ θἄχει.»
Ἀληθινὰ μολόγησα, θεοί, σὲ σᾶς τὰ πάντα·
τὸ θέλημά σας ὁρισμός, ὦ κύριοι τῶν τριάντα.» 70

5

Ὁ Βριχαντάσβας εἶπε:
Φτάνει ὁ καλόμοιρος καιρός, μέρα, ὥρα φτυχισμένη,
ποῦ ὁ ρήγας Μπχίμας ἔκραξε νἀρθοῦν οἱ καλεσμένοι
τῆς οἰκουμένης φύλακες στὴ διαλεξιά· κ’ ἐκεῖνοι
τῆς γῆς οἱ φυλακάτορες ποῦ ο ἔρωτας τοὺς κρίνει,
γρικήσαντάς τον, πήγανε μ’ ἀσπούδα γιὰ λαχτάρα 5
τῆς Νταμαγιάντης, κι’ ἀπὸ μιὰ γιορτιάτικη καμάρα,—
ὁ κάθε ρήγας σὰν τρανὸ στὸ ρόβολο λιοντάρι,—
πέρασαν κι’ ἀνεβήκανε στ ἀστραφτερὸ πατάρι,
τὸ στερεωμένο σὲ λαμπρὲς ὁλόχρυσες κολῶνες.
Κι’ ὅλοι σὲ διάφορω λογιῶν καθῆσαν πολυθρόνες, 10

120