Σελίδα:Τα έργα του Λορέντσου Μαβίλη (1922).djvu/133

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.


ἄντρα ἀπὸ τούτους τοὺς θεοὺς, λαμπρή, ξεδιαλεγόσουν,
αὐτοὶ βολέψανε νὰ μπῶ κι’ ἄλλοι νὰ μὴ μὲ νοιώσουν· 60
δὲ μ’ εἶδε οὐδὲ μ’ ἐμπόδισε κανεὶς νὰ μπῶ ἐδὼ μέσα,
γι’ αὐτὸ μ’ ἐστεῖλαν τῶ θεῶν οἱ κάλλιστοι, ὦ κουρτέσα.
Τώρα ποὺ ἐσὺ πλιὰ τούτη μου τὴν προξενιὰ γνωρίζεις,
ὅπως, ὦ καλορίζικη, σοῦ ἀρέσει ἀποφασίζεις.»

4

Καὶ τοὺς θεοὺς βλογήσαντας τὤλεγε αὐτὴ κ’ ἐγέλα:
«Κοντά μου τὴν ἀγάπη σου νὰ φανερώσεις ἔλα
ξέθαρρα, ὦ ρήγα, τί γιὰ σὲ νὰ κάμω; ἐγὼ καὶ τοῦτος,
ὅσος δικός μου βρίσκεται, δικός σου εἰμάστε πλοῦτος.
Σμίξιμο πόθου ἀδιάλυτο μαζῆ μου, κύριε, κάμε, 5
ὁ λόγος τοῦ χρυσόκυκνου σὰ φλόγα καταλᾶ με!
Γιὰ λόγου σου, ἥρωα, γλίγωρα καλῶ ρηγάδω σμίξη,
κι’ ἂν καταφρόνια ἡ χάρη σου στὸν ἔρωτά μου δείξει,
ὦ περηφάνειας χαριστή, θἆναι, ἐξαιτίας ἐσένα
φαρμάκι, στιά, νερό, σκοινὶ τὸ ριζικό μου ἐμένα.» 10
Ἔτσι εἶπε ἡ Βινταρμπχίτισσα, κι’ αὐτῆς ὁ Νάλας κάνει:
«Κοσμοφυλάχτες σὲ ζητοῦν, κι’ ἄνθρωπο ὁ νοῦς σου βάνει;
Αὐτοὺς ἐσὺ στοχάζοσουν τοὺς ποιητὲς τοῦ κόσμου,
τοὺς κύριους τοὺς τρανόψυχους, ποῦ ὅμοιος δὲν εἶμαι ἁτός μου
στὴ σκόνη ἀπὸ τὰ πόδια τους· ἂν τοὺς θεοὺς πικράνει 15
ὁ λιγοζώητος ἄνθρωπος ἀμέσως θὰ πεθάνει.
Γλύσε με, ἀψεγαδόκορμη, καὶ τῶ θεῶν τοὺς πρώτους,
τ’ ἀσκόνιστα φορέματα καὶ τὸν πολύχρωμό τους
διάλεξε οὐρανοστέφανο, τ’ ἀθάμπωτα πετράδια
χαιρόσουν καὶ ἀναγάλλιασε μὲ τῶ θεῶν τὰ χάδια. 20
Τοῦ σφαχτοφάγου θέαρχου, ποῦ καίει καὶ καταπίνει
ὅλην τὴ γῆς, ποιὰ δὲν ποθεῖ γυναῖκα του νὰ γίνει;
Τοῦ παιδευτῆ ποῦ ὁ τρόμος του λυγάει στὴν καλωσύνη
ὅλα ὅσα ζοῦν, ποιὰ δὲν ποθεῖ γυναῖκα του νὰ γίνει;
Τοῦ Ντάϊτιαντάναβοφονηᾶ, ποῦ τόση ἔχει ἁγιωσύνη, 25
τοῦ θεορήγα, ταῖρι του ποιὰ δὲν ποθεῖ νὰ γίνει;
Καὶ τὸ θεὸ ἂν ὀρέχτηκες τὸ Βάρουνα, τοῦ κάκου
μὴ δίσταζε, μόν’ πάρε τον, ὁρμήνεια φίλου σου ἄκου.»
Κ’ ἡ Νταμαγιάντη ἀπόκριση τοῦ Νισχιαντχίτη κρένει,
καὶ νότια πικριογέννητη τὰ μάτια της ὁγραίνει: 30
«Ὅλους λατρεύω τοὺς θεοὺς, μὰ γι’ ἄντρα ἐσὲ διαλέω,
τῆς οἰκουμένης βασιληᾶ, κι’ ἀλήθεια σοῦ τὸ λέω.»
Κι’ αὐτῆς, ποῦ ἀσκόνει τρέμοντας τὰ χέρια της ἐπάνω,
ὁ ρήγας τότες μίλησε: «Μαντατοφόρος φτάνω,
ὦ ὑπέρκαλη, γιὰ λόγου μου ταιριάζει νὰ γυρέψω; 35
Μιὰ κ’ ἔταξα κι’ ἀρχίνησα γι’ αὐτοὺς νὰ προξενέψω—
κ’ εἶναι θεοὶ, στοχάσου τό—γιὰ μὲ πῶς θὰ γυρέψω;
Ἐτοῦτο εἶναι τὸ χρέος μου· τὸ ἴδιο θὰ δουλέψω

119