Σελίδα:Τα έργα του Λορέντσου Μαβίλη (1922).djvu/130

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.


σὰν ξέφρενη, ἄχνιζε ἄξαφνα, τοῦ πόθου σκλάβα ἡ κόρη.
Κοιτάμενη, καθούμενη φχαρίστηση δὲ βρίσκει
καὶ μέρα νύχτα νηστικιά, ξάγρυπνη κλαίοντας μνήσκει.
Καὶ βάχ! βογγᾷ, καὶ πάλε βάχ! ὡς ποῦ τἀνανοηθῆκαν
οἱ φίλες πῶς τὰ κάλλη της ἐψυχομαραθῆκαν· 10
καὶ ἀνήμπορη ἐγνωρίσαν την· καί, ἀντράρχη, τὸ κατάντι
λὲν τοῦ Βινταρμπχοκράτορα πὦβρε τὴ Νταμαγιάντη.
Κι’ ἀπὸ τὲς συνανάθροφες τῆς Νταμαγιάντης ἅμα
τὄμαθε ὁ κύριος τῶν ἀντρῶν ὁ Μπχίμας, μέγα πρᾶμα
τοῦ ἐφάνη γιὰ τὸ τέκνο του: «Γιατί, γιατὶ σὰν ὄχι 15
καλή, περίκαλη θωριὰ σήμερα ἡ κόρη μὤχει;»
Καὶ ὁ φυλακάτωρας τῆς γῆς τὴ θυγατέρα βλέπει
ποὖναι ὥριμη γιὰ παντρειὰ καὶ ἀπείκασε πῶς πρέπει
νὰ γένει εὐτὺς ὁ γιορτασμὸς τῆς ἀντροδιαλεξιᾶς της.
Καὶ κάλεσμα διαλάλησεν ὁλοῦθε ὁ λαοδυνάστης, 20
κυρίαρχε, στοὺς φύλακες τῆς γῆς: «Ἀντρειεμένοι,
γι’ αὐτὴν τὴν ἀντροδιαλεξιὰ χαρὰ μεγάλη ἂς γένει!»
Κι’ ὅλοι οἱ μονάρχες ἄκουσαν τὴ διάτα γιὰ τὴν κρίση
τῆς Νταμαγιὰντης καὶ καθὼς ὁ Μπχίμας εἶχε ὁρίσει,
στοῦ Μπχίμα τότες ἤρθανε νὰ σμίξουν τὰ ρηγάτα 25
μ’ ἐλεφανταλογοαμαξιῶν ἀχὸ καὶ μὲ φουσάτα
παρδαλοστεφανόπλουμα, θεωρητικὰ καὶ πλοῦσα,
ὅλην τὴ γῆς γεμίζοντας τὴ θησαυροκρατοῦσα.
Κ’ ἐμεῖναν οἱ τρανόκαρδοι στοῦ μακροχέρη Μπχίμα,
ποῦ τοὺς ἐκαλοσκάμνισε κι’ ἀντάξια τοὺς ἐτίμα. 30
Ἀράδα καὶ δυὸ ρίσχιδες μὲ νόησις μεγαλότη,
ποῦ ἐταξιδεύανε στὴ γῆς, μὲς στοὺς θεοὺς οἱ πρῶτοι,
ὁ Νάραντας κι’ ὁ Πάρβατας, κ’ ἐδῶθε ἐγέρναν πάλι
στοῦ Ἴντρα τὴν παράδεισο, στὴν ἄσκηση μεγάλοι,
μεγάλοι στὴ σοφία τους, δόξες τιμὲς γεμάτοι, 35
στοῦ βασιλέα τῶ θεῶν ἐμπῆκαν τὸ παλάτι.
Καὶ σὰν τοὺς καλωσώρισε μ’ εὐλάβεια ὁ Ἀφέντης πρῶτα,
ἡ ὑγεία τους ἡ ἀκατάλυτη πῶς εἶναι τοὺς ἐρώτα,
ὁ Χαριστής, καὶ ἡ πόρεψη, ποῦ ἡ χρεία της δὲν ὑπάρχει.
Ὁ Νάραντας εἶπε:
«Κ’ ἡ ὑγεία μας τέλεια εἶναι, θεέ, κι’ ὅλης τῆς γῆς μονάρχη, 40
καὶ οἱ ἄρχοντες, ὦ Χαριστή, χαίρονται, Ἀφέντη, ὑγεία.»
Ὁ Βριχαντάσβας εἶπε:
Ἅμα ἄκουσε τοῦ Νάραντα τούτην τὴν ὁμιλία,
ὁ φονευτὴς τοὺς ρώτησε τοῦ Μπάλα καὶ τοῦ Βρίτρα:
«Οἱ χρεογνῶστες, φύλακες τῆς γῆς, ποῦ μ’ ἀψηφήτρα
ζωῆς καρδιὰ στὸν πόλεμο τὸ θάνατο ἀγναντεύουν, 45
σὰν πρέπει, μ’ ἄρματα χωρὶς τὴν ὄψη νὰ σαλεύουν,—
(καθὼς δική μου ἡ ἀθάνατη τούτη παράδεισό ’ναι,
ἔτσι εἶναι ἡ Ποθογάλατη δική τους κ’ ἐκεινῶνε)—
ποῦ ’ναι οἱ πολέμαρχοι λοιπόν; τὰ μάτια μου δὲ βλέπουν
τοὺς ἀντρειωμένους κείνους πλιά, ποῦ τὰ βασίλεια σκέπουν, 50
νἄρχονται ἐδὼ πολυάκριβοι σ’ ἐμὲ μουσαφιρέοι.»

116