Σελίδα:Τα έργα του Λορέντσου Μαβίλη (1922).djvu/131

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.


Εἶπε ὁ Ὀσκυρὸς κι’ ὁ Νάραντας ἀπόκριση τοῦ λέει
«Ἄκου ἀπὸ μένα, Χαριστή, γιατὶ δὲν ξαναεῖδες
ἐσὺ τοὺς χωροκράτορες. Τῆς γῆς τὲς κορασίδες
ὅλες ἡ πολυφούμιστη Βινταρμπχορηγοκόρη, 55
ἡ Νταμαγιάντη, ἔτσι τὴ λέν, τὲς ξεπερνᾶ στὸ θῶρι.
Αὐτῆς ἡ γαμπροδιαλεξιὰ θὰ γένει ὅπου καὶ νἆναι,
ἐκεῖ ρηγάδες, Ἰσκυρέ, ρηγόπουλα ἐκεῖ πᾶνε.
Ὅλοι οἱ δυνάστες νὰ χαροῦν ποθοῦν τὴ Νταμαγιάντη,
ὦ Μπάλα-βρίτρο-φονευτή, τοῦ κόσμου τὸ διαμάντι.» 60
Μὰ ἡ συντυχιὰ δὲν ἔσωσε κι’ ἀπὸ τοὺς ἀθανάτους,
οἱ κάλλιστοι ἦρθαν, ἔχοντας τὸν Ἄγκνη ἀνάμεσά τους,
τοῦ κόσμου οἱ φυλακάτορες στὸ θεοβασιλέα,
καὶ τὰ μεγάλα ἅμα ἄκουσαν τοῦ Νάραντα τὰ νέα,
χαρούμενοι εἶπαν ὅλοι: «Ἐμπρός, κ’ ἐμεῖς πηγαινουμέτε!» 65
Καὶ στοὺς Βιντάρμπχες ὅλη τους ἡ συντροφιά πετιέται,
στ’ ἀμάξια τους καὶ ἀκόλουθοι τοὺς ἐξεπροβοδούσαν,
μεγάλε ρήγα, ὅπου τῆς γῆς ὅλοι οἱ ἄρχοντες κινοῦσαν.
Κι’ ὅταν ὁ ρήγας Νάλας, γιέ τῃς Κούντης, πῶς θὰ γένει
ρηγάδω μάζωξη ἄκουσε, καλόκαρδος πηγαίνει 70
κ’ ἐκεῖνος, ποὖχε ὁλόψυχα ταχτεῖ στὴ Νταμαγιάντη.
Ξανοίγουν τότες οἱ θεοὶ τὸ Νάλα ὀρθὸν ἀγνάντι,
στητὸν ἀπάνω στ’ ἅπλωμα τῆς γῆς μὲ τέλεια μία,
σὰ σύγκορμου τοῦ Μάνματχα, καλόπλαστη θεωρία.
Κ’ ἰδόντας τον, ποῦ ξάστραφτε σὰν ἥλιος, σταματῆσαν 75
οἱ κοσμοφύλακες κι’ ὀμπρὸς στὰ κάλλη του ἐσαστίσαν,
ξεστοχημένοι κ’ ἔχοντας ἀνάερα βαστάξει
καθένας τους, ὦ βασιληᾶ, τὸ φτερωτό του ἁμάξι,
εἶπαν οἱ οὐρανοκάτοικοι τοῦ Νάλα, ἀπ’ τὴν πλατέα
τοῦ αἰθέρα χαμηλόνοντας: «Ρηγάδω βασιλέα, 80
αἴ, Νάλα, κάλλιε τῶν ἀντρῶν, ἡ ἀλήθεια τάμα σου εἶναι,
κάμε μας ἕνα θέλημα καὶ μηνυτής μας γίνε.»

3

Στὸν ὁρισμό τους λέγοντας: «Ναί, θὰ τὸ κάμω» στρέγει
ὁ Νάλας κ’ ἔπειτα, ὦ βλαστὲ τοῦ Μπχάρατα, τοὺς λέγει
μὲ σεβασμὸ σιμόνοντας καὶ τὲς βαθουλωμένες
μία μὲ τὴν ἄλλη σμίγοντας παλάμες σηκωμένες:
«Ποιοὶ εἶστε ἐσεῖς; καὶ ποθητὸς τίνος ἐγὼ θὰ γίνω 5
μαντατοφόρος; καὶ σὰν τί θέλημα νἆναι ἐκεῖνο
ποῦ θὰ σᾶς κάμω; ἀληθινὰ ξηγῆστε μου!» Ἐμιλήθη
ἔτσι ἀπ’ τὸ Νάλα ὁ Χαριστὴς καὶ αὐτὰ τοῦ ἀπηλογήθη:
«Γνωρίστε ἀθάνατους ἐμᾶς, κ’ αἰτία πῶς εἶναι μάθε
ἡ Νταμαγιάντη, ποῦ ὅλοι μας ἤρθαμε ἐδῶ ψηλάθε. 10
Ἐγὼ εἶμαι ὁ Ἴντρας, τοῦτος εἶν’ ὁ Ἄγκνης καὶ κοντά μας
ὁ κύρης εἶναι τῶν νερῶν, εἶν’, ἄρχοντα, καὶ ὁ Γιάμας
ἐτοῦτος, τῶν ἀνθρώπινων κορμιῶν ὁ καταλύτης.

117