Καὶ οἱ ἄνθρωποι ἀπὸ θαμασμὸ τὸ Νάλα ἐπαίνευάν της
κι’ ἄλλοι τοῦ Νάλα ἀράδιαζαν μάγια τῆς Νταμαγιάντης.
Καὶ ὁ ἕνας τοῦ ἄλλου ἀδιάκοπα μαθαίνοντας τὲς χάρες, 45
μέσα στοὺς δύο τους φύτρωσαν τοῦ ἀθώρητου οἱ λαχτάρες,
κι’ ὅλο ἔρριχναν, τῆς Κούντης γιέ, φυντάνια πλιὸ μεγάλα.
Τότες τὸν ἔρωτα ἡ καρδιὰ δὲν βάσταε πιὰ τοῦ Νάλα,
κ’ ἐπῆε κρυφὰ στὸ ἐρημικὸ ρουμάνι ποῦ ἦταν πλάγι
πλάγι μὲ τῶν βασιλικῶν κυράδων τὸ σεράγι. 50
Κ’ εἶδε μαλαμοπλούμιστους κύκνους μὲς τὸ ρουμάνι,
κ’ ἕνα ἀπὸ τὰ πετούμενα ποῦ ἐκεῖ τριγύρναε πιάνει.
Κι’ ὁ ἀγεροπέτης μίλησε τοῦ Νάλα: «Ἂς μὴν πεθάνω,
ρήγα, ἀπ’ τὸ χέρι σου κ’ εγὼ μιὰ χάρη θὰ σοῦ κάνω:
στὴ Νταμαγιάντη ὀμπρὸς θὰ πῶ τέτοιο καλὸ γιὰ σέναν, 55
ποῦ, ὦ Νισχιαντχίτη, ὄξω ἀπὸ σὲ νὰ μὴν ψηφᾶ κανέναν.»
Κι’ ὁ βασιληᾶς ξαπόλυσε τὸν κύκνο αὐτὰ γρικῶντας,
καὶ στοὺς Βιντάρμπχες τὰ πουλιὰ τότες ἐπῆαν πετῶντας.
Κι’ ἅμα στὴ χώρα φτάσανε τῶ Βινταρμπχῶ, ζυγῶσαν
τὴ Νταμαγιάντη καὶ σ’ αὐτὴν ὁλόγυρα ἐσκαλῶσαν. 60
Εἶδε τὸ κούντουμο, κ’ εὐτὺς ἡ κόρη ἀνανοήθη
τὸ θαυμαστό τους φάνταγμα, κι’ ἀπὸ τὴ μέση ἐχύθη
τῶ φιλενάδων της, χαρὰ γεμάτη κι’ ὁλη βιάση,
ἕνα ἀπὸ τὰ χρυσόφτερα πετούμενα νὰ πιάσει.
Μόν κεῖνα ἐσκόρπισαν παντοῦ μὲς τὸν ἀνθοδεντρῶνα, 65
καὶ οἱ κορασιὲς τὰ ξάτρεχαν, ἡ κάθε μιὰ κι’ ἀπὤνα,
μὰ σ’ ὅποιον κύκνο ἐξάμονε ν’ ἀδράξει ἡ Μπχιμοπούλα,
τῆς ἐμιλοῦσε βγάνοντας ἀνθρωπινὴ φωνούλα:
«Ὦ Νταμαγιάντη, Νάλα λὲν τὸν ἄρχο στοὺς Νισχιάντχες,
ποῦ τῶ δυονῶν ἔχει Ἄσβινων μαζὶ τὲς ὀμορφάδες, 70
κι’ ἄνθρωπος δὲν εἶν’ ὅμοιος του· τούτου ἂ γενόσουν ταῖρι
πλουσίους ὡρηόχρωμη καρποὺς ἡ ζήση ἤθα σοῦ φέρει,
πάμπλουτους, λυγερόκορμη, τούτη ἡ ὀμορφιά σου! Ἀλήθεια,
θεούς, Γκαντχάρβες εἴδαμε κι’ ὀφιοδαιμόνια πλήθια,
εἴδαμε ἀνθρώπους, Ράξχιασες, μὰ νἆχε τέτοιο κάλλος 75
δὲ μᾶς ἐξαναφάνηκε ποτὲ κανένας ἄλλος.
Ὅπως ἐσὺ τῶ γυναικῶν εἶσαι μαργαριτάρι,
κι’ ὁ Νάλας εἶναι τῶν ἀντρῶν τὸ κάλλιο παλληκάρι·
ὁ ἀπ’ ὅλους διαλεχτότερος, θἆχε περίσσια χάρη,
κ’ ἡ ἀπ’ ὅλες διαλεχτότερη, νὰ κάνατε ζευγάρι.» 80
Κ’ ἡ Νταμαγιάντη ἅμ’ ἄκουσε, λαοδυνάστη, τοῦτα,
λέει τοῦ χρυσόκυκνου: «Ἔτσι καὶ τοῦ Νάλα λέγε τού τα!»
Κι’ ἀπάντησε ὁ αὐγογέννητος: «Ναί!» στὴ Βινταρμπχοπούλα,
καὶ στοὺς Νισχιάντχες γυριστὸς τἆπε τοῦ Νάλα οὗλα.
Μὰ ἡ Νταμαγιάντη ἀκούσαντας τὴ συντυχιὰν ἐκείνη
τοῦ κύκνου, ὦ γιὲ τοῦ Μπχάρατα, σὲ λόγου της νὰ μείνει
δὲ μπόρειε ὁ νοῦς της κ’ ἔπαιρνε τὸ Νάλα τὸ κατόπι,
κ’ ἦρθε σὲ πικροσυλλογή, τὸ χρῶμα της ἐκόπη,
ἀχάμνησε, ἀναστέναξε, μ’ ἔγνοια τἀψήλου ἐθώρει, 5