Σελίδα:Τα έργα του Λορέντσου Μαβίλη (1922).djvu/126

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.


θὰ διατρεχτῇ, θὰ ξακλουθᾷ, θὰ σώσῃ, — ἢ καὶ ποιὸς ξέρει;—
θὰ μείνῃ! Αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο, ποῦ ὡς εἶναι μαθημένος
ἀπ’ τῆς ζωῆς του τ’ ὄνειρο, γιὰ τ’ ἄλλα ἀσφάλεια δίνει,
καὶ μὲ τοῦ πόνου τοὺς σφυγμούς, θριαμβευτικὰ κερδίζει
καλοτυχιὰ ὁλομέστωτη καὶ ἐκεῖ στὸν ἄλλον κόσμο
ἀνταμοιβὴ ὅλο ἀνάπαψη μὲ τουτουνοῦ τὲς μάχες.

IHʹ.

Ναί, τὸ πιστεύω, σύ, θεέ, δίνεις, ἐγὼ λαμβαίνω·
στὸ πρῶτο εἶναι τὸ ὕστερο, στὴ θέλησή σου μέσα
τοῦ νὰ πιστεύω ἡ δύναμη. Τὰ πάντα εἶν’ ἕνα δῶρο·
νὰ μοῦ τὸ δώσῃς μάλιστα μπορεῖς, στὴ δέησή μου
στρέγοντας τόσο γλήγωρα σ’ ὅλο ἐγὼ βγάνω τούτη
τὴν ἀνεπνοιά, ὅσο τοῦτα μου τὰ χέρια ἀνάερα ἀνοίγω.
Ἀπ’ τὴ βουλή σου χύνονται κόσμοι, ζωή, καὶ φύση
καὶ τὰ δεινά σου, Σαβαώθ. Βούλομαι ἐγώ; — τὰ ἴδια
ἄτομα ἐμὲ περιφρονοῦν! Μὲ δίχως κακοφάνεια
γιατὶ ἐγὼ αὐτό, καὶ ἴσα ἴσα αὐτὸ στὸ πρόσωπο κοιτάζω;
Γιατὶ κοτάω μόνο ἐλαφρὰ γιὰ τέτοια ἀδυναμία
νὰ σκέφτωμαι; Τί σταματᾷ, τί τὴν ἀπελπισιά μου;
Τοῦτο· — ὅ,τι κάνει ὁ ἄνθρωπος, αὐτὸ δὲν τὸν ὑψόνει,
μὰ κεῖνο ποῦ θὲ νὰ ’θελεν ὁ ἄνθρωπος νὰ κάμῃ.
Τὸ βασιλέα τήραξε, θἄθελε τὸν βοηθήσω
μὰ δὲν μπορῶ καὶ δὲ βολοῦν οὶ ἐπιθυμιές μου. Ἀνίσως
καὶ εἰμπόρεια ἐγὼ παλεύοντας νὰ τὸν ἀνασηκώσω
ἀπὸ τὴ λύπη, νὰ γενῶ φτωχὸς πλουτίζοντάς τον,
νὰ τοῦ γεμίσω τὴ ζωὴ πεθαίνοντας τῆς πείνας,
θὰ τὸ ἔκανα — καὶ ξέροντας αὐτὸ γνωρίζω ποῦ ’ναι
σωστὴ καὶ ἡ ὑπηρεσία μου. Μὲ τὴ μιλιά μου κρῖνε
ὁ ἴδιος τώρα! Ἄν θά’ πασχα, γιὰ κεῖνον π’ ἀγαπάω,
ἐγώ, θὰ τό ’κανες καὶ Σύ — καὶ Σὺ θὲ νὰ τὸ κάμῃς.
Ἔτσι καὶ ἡ πλειὸ πεντάψηλη καὶ ἀνέκφραστη κορώνα
καὶ ἡ τέλεια τριςθεώρατη θὲ νὰ σὲ στεφανώσῃ—
καὶ θὰ μεστώσῃ ἡ ἀγάπη σου τ’ ἄπειρο πέρα ὣς πέρα,
καὶ οὔτε ἕνα τόπο, νὰ σταθῇ τὸ πλάσμα, θὲ ν’ ἀφήσῃ,
οὔτε τὰ ψήλου οὔτε βαθειά! Μὲ μιὰ πνοὴ μονάχα,
μὲ τοῦ ματιοῦ ἕνα γύρισμα, μὲ τοῦ χεριοῦ ἕνα σάλο
δὲν παραβγαίνει ὁ γλυτωμὸς μὲ διάδικο τὸ χάρο.
Ἡ ἀγάπη παντοδύναμη σοῦ βρίσκεται, ἔτσι ἂς δείκῃ
καὶ ἡ δύναμη πανίσχυρη μὲ δαύτην καὶ γιὰ δαύτην,
πὤχεις νὰ εἶσαι ἀγαπητός. Περσότερο νὰ πάθῃ
ὅποιος περσότερο ἔπραξε, πρέπει. Νὰ στέκῃ πρέπει
στὴν κρίση ὁ δυνατώτατος πλειὸ ἀδύνατος. Φωνάζω
γι’ ἀδυναμία στὴ δύναμη! Τὴ σάρκα μου γυρεύω
μὲς τὴ θεότητα! Ζητῶ καὶ βρίσκω την. Ἐσένα
σὰν τὴ δική μου εἰδὴ μιὰ είδὴ θὰ σὲ δεχτῇ, ὅμοιός μου

112