ἄνθρωπος ποῦ θὲ ν’ ἀγαπᾷς καὶ θὰ σ’ ἀνταγαπάῃ,
γιὰ πάντα· σὰν τὸ χέρι μου τοῦτο, σ’ ἐσὲ ἕνα Χέρι
θὲ νὰ σοῦ ἀνοίξῃ διάπλατες τὲς θύρες τῆς καινούργιας
ζωῆς! Σαούλ, τήρα, ὁ Χριστὸς ὀρθόνεται μπροστά σου.»
Πῶς εὕρηκα τὸ δρόμο μου στὴν κατοικιά μου νύχτα,
δὲν καλοξέρω. Μάρτυρες, ἀγγέλοι λεγεῶνες,
δύναμες ἀμελέτητες γύρω, δεξιά, ζερβιά μου,
οἱ ἀόρατες, οἱ ζωντανές, παντάγρυπνες ἐστέκαν.
Ἐγὼ τοὺς παραμέριζα καὶ ἀνάμεσα περνοῦσα
μ’ ἀγῶνα καὶ μὲ πόλεμο καθὼς ὁ ταχυδρόμος
ποῦ τὸν στρυμόνει ἀλαίμαργος γιὰ τὰ μαντάτα ὄχλος—
ζωὴ ἢ θάνατος. Ἡ γῆς ὁλόκληρη ἔξυπν’ ἦταν
καὶ ἀπλυμένη ἡ κόλαση μ’ ὅλο τὸ τσοῦρμα. Τ’ ἄστρα
τῆς νύχτας μὲ συγκίνηση χτυποῦσαν κ’ ἐφρικιάζαν
κι’ ὄξω ἐσκορποῦσαν σὲ φωτιὰ τὸ δυνατὸ τὸν πόνο
τῆς πυκνωμένης γνώσης του. Μὰ δὲ λιγοθυμοῦσα,
γιατὶ τὸ Χέρι μ’ ἔσπρωχνε καὶ ἀντάμα ἐστήριζέ με,
ἐκαταπράενε κ’ ἔσβυνε μὲ διαταγὴ πανάγια
καὶ γαληνὴ τὴ χλαλοή, ὥστε ποῦ ἐκλείστηκε ὅλη
στὸν ἑαυτό της ἡ ἔκσταση κ’ ἔπεσε ἡ γῆ στὸν ὕπνο.
Ἡ ταραχὴ τὸ χάραμα σὲ λίγο μαραμένη
ἦταν φευγάτη ἀπὸ τὴ γῆ, μὰ ὄχι ὅσο νὰ μὴ βλέπω
νὰ ξεψυχάῃ στὴ γέννηση τὴν τρυφερὴ τῆς μέρας,
στὴ στοιβαγμένη τοῦ σταχτιοῦ χρωμάτου πλεριοσύνη,
ποῦ ἐλάβαν τὰ χαμόβουνα, στὴν κρατημένη ἀνάσα
τοῦ δάσου ποῦ ἀνατρίχιαζε, στὸ ξαφνικὸ τοῦ ἀνέμου
τρεμούλιασμα, στὸ ξύππασμα τῶν ἀγριμιῶν ποῦ ἐφεῦγαν
ὅλα τους μὲ τὰ μάτια τους ἀπὸ ἀπορία καὶ φόβο
γυρμέν’ ἀλλοῦ κι’ ὅμως λοξὰ τηρῶντας κατὰ μένα·
στὸ ρῖγος ποῦ ’χαν τὰ πουλιά, τὰ μουδιασμένα, ποῦ ἅμα
τὰ ἐζύγονα, ἐσηκόνοντας βαρυὰ καὶ ναρκωμένα
ἀπὸ τὸν ἅγιον τρόμο τους. Καὶ ἴσια μὲ τὸ ἴδιο φίδι
ποῦ ἐγλύστραε ἀμίλητο καὶ αὐτὸ τὸ νέο γροικοῦσε νόμο.
Τοῦτος θωροῦσε ἀσάλευτος ἀπ’ τῶν ἀνθιῶν τὰ ὁλάσπρα
καὶ νοτερὰ προσώπατα, ποῦ ὀρθόνονταν στ’ ἀπάνου,
αὐτὸς ὁ ἴδιος δούλευε μὲς τὴν καρδιὰ τοῦ κέδρου,
αὐτὸς καὶ τὲς κληματαριὲς κουνοῦσε, κι’ ὁλοένα
τὰ ποταμάκια τὰ μικρὰ μὲ χαμηλὴ μουρμούρα
ἐμαρτυρούσαν κ’ ἔλεγαν στὲς πεισματάρικές τους
μόν’ ὄχι τέλεια σιγητὲς φωνές «Ἰδέτσι, ἔτσ’ εἶναι!»
ΣΗΜ. ΤΟΥ ΕΚΔ. Τὸ μετάφρασμα ἦταν τελειωμένο τὰ 1898.