Μετάβαση στο περιεχόμενο

Σελίδα:Τα έργα του Λορέντσου Μαβίλη (1922).djvu/125

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.


πὤχει ὁ Θεός, σὰ σέρνομαι σὲ κάθε τῆς ψυχῆς μου
προσκύνημα στὰ πόδια του. Μ’ αὐτὴν τὴν πλήθιαν ὅμως
πεῖρα, μὲ τῆς θεότητας αὐτῆς τὴ γνωριμία
κἄποια δική μου μπόρεση νὰ βρῶ θ’ ἀποκοτήσω,
κἄποιο δικό μου χάρισμα. Δύναμ’ ὑπάρχει μία
ποῦ εὐχάριστ εἶναι ὴ χρήση της, δύσκολα κρύβετ’ ὅμως.
Τούτην ἐγὼ θὲ νά ’θελα νὰ τὴν φυλάξω, ἀκόμα
νὰ μὴν τὴν δείξω (καὶ γελῶ καθὼς τὸ συλλογιοῦμαι),
γιατὶ μ’ αὐτὴν ἂν καυχηθῶ καὶ ἂν ἐπαρθῶ φοβᾶμαι,
ξέρετε, μὴ τὸ δωρητὴ τὸν ἴδιον σ’ ἕνα δῶρο
νικήσω. — Ἰδέστε ν’ ἀγαπῶ θὰ ἠμπόρεια ἂν ἐτολμοῦσα,
μὰ αὐτὴ μου τὴν ἀπαίτηση τὴν κατεβάζω, μήπως
βολέσῃ κ’ ἕνας ἄνθρωπος περάσῃ τὴν ἀσποῦδα,
πὤχει ὁ θεὸς ὁ ἴδιος στὸ δρόμο τῆς ἀγάπης
τὸ μοναχόν· κρατιοῦμ’ ἐγὼ γιὰ τῆς ἀγάπης χάρη.
Πῶς ὣς ἐκεῖ βλέπεις, ψυχή, κι’ ὄχι παρέκει; τώρα
ποῦ ἀνοίγονται ἐνενῆντα ἐννιὰ μικρὲς μεγάλες πόρτες,
μόλις τὲς γκίξουμεν, ἡ μιὰ στερνὴ θὰ μᾶς τρομάξῃ;
Θὰ ’χουμε πίστη καὶ στὰ πλειὸ μικρά, μὸν ἀπιστία
σ’ ὅ,τι εἶναι μεγαλύτερον ἀπ’ ὅλα; Βρίσκω τόσο
πλέριο τὸ δῶρο τὸ στερνὸ τοῦ Ὑψίστου, τὴν ἀγάπη
στὸ φυσικό μου, ποῦ ἂν μπορεῖ μὲ τούτην ἀμφιβάλλω
ν’ ἀντιπαλέψῃ ἡ ἀγάπη του; Τὰ μέρη ἐδῶ θ’ ἀλλάξω;
Ἐδῶ τὸ πλάσμα θὰ περνᾷ τὸν Πλάστη, — ἐδῶ τὸ τέλος
αὐτὸ ποῦ Ἀρχίζει; Θά ’κανα μεταχαρᾶς τὰ πάντα
ἐγὼ γι’ αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο μὲ τὴν ἀνίκανή μου
λαχτάρα καὶ διστάζω μὴν αὐτὸς δὲ θὰ θελήσῃ
νὰ τὸν βοηθήσῃ ποῦ μπορεῖ μονάχος νὰ τὸ κάμῃ;
Στὸ νοῦ ποτὲ θὰ μοῦ ’ρχοτουν ἡ θέληση μονάχη
καὶ ἡ δύναμη λιγώτερον ἀκόμα, νὰ πλουτίσω
μ’ ἐκεῖνα τοῦτον τὸ Σαούλ, ποῦ ἐξύμνησα ἀπὸ τώρα,
μὲ τὸ θαυμάσιο χάρισμα τῆς ζήσης ποῦ ἐπροικίστη
μ’ αὐτὸ καὶ ὅλος ἐγέμισε, τέτοια ψυχὴ νὰ πλάσω,
τέτοιο κορμὶ καὶ ὑστερινὰ γῆς τέτοια ποῦ νὰ κλείσῃ
στῆ σφαῖρα της τὸ σύνολο, καὶ δὲ θἀρθῇ στὸ νοῦ μου
(καθὼς θερμὰ τὰ δάκρυα μου τὸ δείχνουν), σὰ δοθῆκαν
τόσ’ ἀγαθά, νὰ πάγ’ ὀμπρός, καὶ νὰ χαρίσω ἀκόμα
ἀπ’ ὅλα τὸ καλύτερο, τὸ ἕνα, ναί, νὰ σώσω
νὰ ἐξαγοράσω τὸ Σαούλ, καὶ νὰ τὸν θαραπέψω
καὶ τούτην τὴν τελειότητα ψηλὰ νὰ συγκρατήσω,—
ὥστε τὴ μιὰ νυχτερινὴ στιγμούλα τοῦ θανάτου
ν’ ἀκολουθήσῃ τῆς ζωῆς ἡ χαραυγή, στὴ μέση
νὰ μπῶ νὰ δράξω τὸ Σαούλ, τὸ σφάλμα, τὸ ψεγάδι,
τὸ ἐρείπιο, ὡς τώρα φαίνεται, καὶ νὰ τὸν διατάξω
ἀπ’ τ’ ὄνειρο, τὴ δοκιμή, τὸ πρόασμα νὰ ξυπνήσῃ
καὶ πιθωμένος νὰ βρεθῇ ἐλεύτερος καὶ σῶος
σὲ νέο φῶς καὶ νέα ζωή, — σὲ νέα ζωὴ ποῦ ἀκόμα

111