τὸ χέρι του σηκώνοντας ποῦ κρέμοντουν στὸ πλάϊ,
μὲ σοβαρὴ τ’ ἀπίθωσε χαϊδευτικιὰ φροντίδα
γλυκὰ μ’ ἀποφασιστικὰ στὸ μέτωπό μου ἐπάνω·
μὲς τὰ μαλλιά μου τὰ χοντρὰ μπλεχτῆκαν δάχτυλά του
καὶ μ’ ἕνα ζόρι εὐγενικὸ μοῦ λύγισε στὰ ὀπίσω
τὸ πρόσωπό μου, ὁλόψυχος διαβάζοντάς το, ὡς κάνουν
οἱ ἄνθρωποι μ’ ἕνα λούλουδο. Καὶ αὐτοῦ μ’ ἐκράτησ’ ἔτσι
μὲ τὰ μεγάλα μάτια του ποῦ ἐτάζαν τὰ δικά μου.
Καὶ ἄχ! ἡ καρδιά μου ὁλόβολη πῶς τὸν ἀγάπαε! Καὶ ὅμως
ποῦ τὸ σημάδι; Ἐστέναξα· «Πατέρα μου, ἂν μποροῦσα
νὰ σὲ βοηθήσω βρίσκοντας καινούργια εὐλογία,
στὴν περασμένη τὴ ζωὴ θὰ ἐπρόσθετα καὶ τούτη
καὶ τὴν ἐρχόμενη, ζωὴ θὰ σοῦ ’δινα καινούργια
καὶ μ’ ὅλ’ αὐτὰ τόσο καλὴ στὰ χρόνια ποῦ θὲ νἄρθουν
ὅσο εἶναι τούτη τὴ στιγμή, — νἆχε ἔφτανε ἐξουσία,
καὶ τῆς ἀγάπης τὴν καρδιὰ νὰ τὴν χαρίσῃ ἡ ἀγάπη.»
Τότ’ ἦρθε ἡ ἀλήθεια ἐπάνω μου. Οὔτ’ ἅρπα οὔτε τραγοῦδι
πλειά, μὸν ἐξέσπασε ἔτσι δά·
«Τὴν πλάση ἐγύρισα ὅλη·
εἶδα κ’ ἐλάλησα· ἐγὼ, πλασμένος ἐπιτούτου
άπὸ τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ, ἐδέχτηκα στὸ νοῦ μου
κ’ ἐπρόφερα γιὰ τ’ ἄλλα του ἔργα, — ἐξανάδωσά του
ἔπαινον ἢ κατάκριση τῆς πλάσης του· ἐμιλοῦσα
καταπῶς ἔβλεπα. Ἔτσι ἐγὼ γιὰ τοῦ Ὕψιστου ἀναφέρω
τὰ ἔργα, ὡς ἕνας ἄνθρωπος μπορεῖ, — εἶν’ ὅλα ἀγάπη,
μὰ ὅλα εἶναι νόμος. Τοῦ κριτῆ τ’ ἀξίωμα ἀφίνω τώρα
ποῦ αὐτὸς μοῦ δάνεισε. Ὅλες μου οἱ μπόρεσες, ποῦ ἔχουν
προορισμὸ νὰ τὸν ἰδοῦν μιαν ἄβυσσο ἐκερδίσαν
ἐκεῖ ποῦ μόνη μιὰ σταξιὰ δροσούλας ἐρωτήθη.
Γνώση ἔχω; Ὀμπρὸς στὴ φανερὴ Σοφία, σκοτισμένη
ζαρόνεται. Ἔχω πρόβλεψη; Κοντόφωτη, ἀχνὴ πόσο
στὴν Πρόνοια ὀμπρὸς τὴν Ἄπειρη! Στενεύω κἄποια ἐνέργεια
ψηλότατη ἴσως φανταστῶ μιὰ ἐπιτυχία; Τὰ μάτια
ἀνοίγω καὶ τελειότητα κατάγναντά μου βλέπω
στὸ εἶδος ποῦ ἐφαντάζομουν, οὔτε περσότερο, οὔτε
λογώτερο, καὶ ὁ Ὕψιστος Ὕψιστος δείχνεταί μου
στ’ ἄστρο, στὴν πέτρα, στὸ κορμί, στὸ πνεῦμα, καὶ στὸ σβῶλο.
Κ’ ἔτσι κοιτῶντας μέσα μου καὶ γύρω μου ἐγὼ πάντα
(μὲ τῆς ψυχῆς προσκύνημα ποῦ χαμηλόνοντάς την
καὶ τὴν ὑψόνει) ὑποταγὴ τῆς ὁλικῆς τοῦ ἀνθρώπου
ἀτέλειας μπρὸς στὴν ἄπειρην ἐντέλεια ἀνανεόνω