Σελίδα:Τα έργα του Λορέντσου Μαβίλη (1922).djvu/122

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.


γιὰ πάντα πᾶν. Ὄχι! Νά, πιὲς ἀκόμα στὰ γεμάτα
απὸ τ’ ἀνάμα τῆς ψυχῆς ποῦ ἐγὼ κερνάω! Γιὰ κοίτα
πέρ’ ἀπὸ χρόνια μακρυνά. Ἀπόκαμες πλειὰ τώρα
μὲ μάτια γιὰ τὰ τωρινά, μὲ τοῦ προφήτη κοίτα
τὰ μάτια! Ἀπέθανε ὁ Σαούλ; Στῆς λαγκαδιᾶς τὸν πάτο
στῆστε τὸν τάφο του, σταχτὸ βουνὸ ψηλὰ σηκῶστε,
μάρμαρα τετραπάνωτα τετράγωνα ἀραδιᾶστε
ποῦ στὸ στερέωμα φτάνοντας νὰ δείξουν ποῦ κοιμᾶται
ὁ πρῶτος μέγας βασιλιᾶς. Τὰ κατορθώματά του
ποιὸς νὰ γνωρίσῃ βουληθῇ τ’ ὁλόγυμνο ἂς τηράξῃ
κατεβατὸ θεώρατο τοῦ βράχου, που ἱστορία
πελεκητὴ μὲ γράμματα μεγάλ’ ἀπ’ τοὺς γραφιάδες
«Τέτοιος ἐστάθηκε ὁ Σαούλ» θὰ λέῃ «καὶ αὐτὰ ἔχει κάμῃ.»
Καὶ τοὺς σοφοὺς ποῦ ἐπιστρατοῦν ὁ ὄχλος θ’ ἀποπαίρνῃ
γιατὶ οὔτε τὰ μισά, θὰ πῇ, θὲ νἆναι αὐτοῦ γραμμένα!
Μὰ γιὰ νὰ λείψῃ τὸ κακὸ μὲ τὴ γενιά του ἀξένει
στὸ λόγγ’ ὁ κέδρος καὶ σ’ αὐτὸν ἐπάνω (δὲν τὸν βλέπεις
κοφτὸν ὀμπρός τους σὲ μικρὲς ροκανισμένες πλάκες;)
θὲ νὰ κενώσουν ἄφτονο τὸν ἔπαινο καὶ μ’ ἕνα
χρυσὸ σμιλάρι τοῦ Σαοὺλ θὰ ποῦν τὴν ἱστορία,—
μεγάλα τοῦ πολιτικοῦ λόγια μὲ πλάϊ πλάϊ
σχόλιο γλυκὸ τοῦ ποιητῆ. Τὸν ποταμὸ σουφρόνουν
παπυροκάλαμα ὁμαλὰ ποῦ τρίβουν τό ’να τ’ ἄλλο
ὅταν μανίζουν ἄνεμοι προφῆτες· ἔτσι’ ἡ πέννα
σὲ γενεὲς ἀγέννητες τοῦ εἶναι σου μοιράδι,
ποῦ τοὺς χρωστιέται, θὰ περνᾷ! Γι’ αὐτὸ νὰ εὐχαριστήσῃς,
ὦ πρῶτ’ ἐσὺ τῶν δυνατῶν, τὸνὝψιστο ποῦ ὑπάρχεις.»

ΙΔʹ.

Καὶ τήρα, ἐκεῖ ποῦ ἔψελνα… μὰ ὦ Ἐσύ, ποῦ ὣς τὴν ἡμέρα
ἐκείνη μ’ ἄφησες νὰ ζῶ καὶ μ’ εἶχες πρὶν βοηθήσῃ
συχνὰ σὲ κάθε τόλμημα νὰ βάνω χέρι πρῶτα,
νὰ προχωρήσω κ’ ὕστερα σὲ τέλος νὰ τὸ φέρω,—
σπαθί μου ἐσὺ καὶ ἀσπίδα μου, σὲ τούτη ἐδῶ τὴν πράξη,
ποῦ ὁ λόγος σου ἦταν λόγος μου, — μαζί μου μεῖνε ἀκόμα,
μ’ ἐμὲ ποῦ στῆς ἀνθρώπινης προσπάθειας ἤμουν τότε
στὴν κορυφὴ κ’ ἐκεῖ ψηλὰ σκαρφάλονα, ποῦ ἀνθρώπου
νοῦς δὲ μπορεῖ ψηλότερα ν’ ἀνέβῃ κ’ ἐθωροῦσα
ἀνέλπιδος, σὰν πάντοτε, διάστημα οὐράνιο νέο
ἐπάνω μου, ὣς ποῦ δυνατὸς σωτῆρας μ’ ἕνα μόνο
γνέψιμο τοῦ χεριοῦ σου εὐτὺς ξεπάστρεψες ἐκεῖνο
τὸ διάστημα ποῦ χώριζε τὸν τάφο τῶν ἀνθρώπων
ἀπὸ τὸ θρόνο τοῦ θεοῦ! ν’ ἀποτελειώσω βόηθα—
νὰ πῇ ἡ φωνή μου τῆς καρδιᾶς τὴν ἱστορίαν ὅλη,
ποῦ νὰ πιστέψῃ δὲν τολμᾷ τί θάματα τὴ νύχτα,
ποῦ πέρασ’, ἐμετάλαβα, τώρα πουρνὸ ποῦ, μόνος

108