Σελίδα:Τα έργα του Λορέντσου Μαβίλη (1922).djvu/121

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.


ΙΓʹ.

«Μάλιστα, καλὸ εἶναι, βασιλιᾶ μου,
αὐτὸ ποῦ κάνεις: ν’ ἀψηφᾷς παρηγοριὲς μονάχες
ποῦ ἀπ’ τὴ θνητή μας τὴ ζωή, μόνο ἀπ’ αὐτὴ ἀναβρύζουν,
ποῦ μὲ τὸν ἄνθρωπο μαζὶ τὴ χαίρονται τὰ ἔθνη.
Ὁ κλῶνος τούτης τῆς ζωῆς στὴ σάρκα μας βλασταίνει,
μὰ στὴν ψυχὴ καρποφορεῖ. Δὲν πρόσεξες τὸ δέντρο
ποῦ λίγο λίγο ἐτράνεψε, πῶς πρῶτα τὸ βλαστάρι
ἔτρεμε, ὣς ποῦ ξεπέρασε τοῦ κατσικιοῦ τ’ ἀχεῖλι
καὶ τ’ ἀλαφιοῦ τὸ κέρατο καὶ ἀπείραχτο κατόπι
ἀνεμιστήρια τὰ κλαριὰ τὰ πρόσεξες, ποῦ ἀνθίσαν,
καὶ ἐφαινότουν πῶς τίποτε τῆς φοινικᾶς δὲ λείπει;
Μὰ κάτι ἀκόμα ἐδύνοσουν νὰ μάθῃς· τὸ θεράπιο
ποῦ ἀπ’ τὸν καρπὸ τῆς φοινικᾶς μᾶς βγαίνει. Μήπως εἶναι
γιὰ πέταμα οἱ χουρμάδες μας ποῦ τὸ ζουμί τους φέρνει
γιὰ κάθε θλῖψι γιατρικὸ καὶ πρέπει γιὰ τὸ χάλι
τῆς χουρμαδιᾶς τῆς ἴδιας ὁ νοῦς μας νὰ φροντίζῃ,
ποῦ ἀγάλι ἀγάλι ἀξαίνοντας τοὺς ἐγεννοῦσε; Ὄχι ἔτσι!
Κορμός, κλωνάρια θὰ χαθοῦν ἀγνώριστα στὸν τόπο,
μὰ τὸ κρασί τῆς φοινικιᾶς θὰ σταματήσῃ κάθε
πληγὴ τοῦ ἀνθρώπου τὴν ψυχή, σὰ χειμωνιάσῃ. Τέτοιο
κρασὶ γιὰ σὲνα ἐγὼ κερνῶ. Παραίτησε τὴ σάρκα
στὴ μοῖρα ποῦ τῆς πρέπεται! Κράτησ’ ἐσὺ τὸ πνεῦμα!
Μ’ ἐκεῖνο ἐσὺ σὰν πλακωθῇς ἀπὸ τὰ γέρα, ἀκόμα
ζωὴ παιδιοῦ θὰ χαίρεσαι καλύτερ’ ἀπὸ τότε
ποῦ ’σουν ἀκόμ’ ἀνήξερος. Ἐτούτη τὴ ζωή σου
ζήφ’ την καὶ κοίτα τὸ κρασὶ ποῦ βγάνει. Κάθε πράξη
δική σου σβηέται, ξαναζῇ, δουλεύει μὲς τὸν κόσμο,
ὣς ποῦ — καθὼς ὅταν τηρᾷ κατὰ τὴ γῆς ὁ ἥλιος,
κι’ ἂν τὸν χαλάσ’ ἡ συγνεφιά, καὶ ἂν τὸν σκεπάσ’ ἡ μπόρα,
τίποτε νὰ ’βρῃ δὲ μπορεῖ ποῦ νὰ μὴν εἶναι γέννα
τῶν ἔργων του καὶ αὐτὸς παντοῦ νὰ ξεχωρίζῃ πρέπει
καρποὺς τῆς περασμένης του καλοκαιρήσιας δόξας,—
ἔτσι καὶ ἀχτίδα καθεμιὰ τῆς θέλησής σου, κάθε
ἀναλαμπὴ τοῦ πάθου σου καὶ τῆς ἀντρειᾶς σου ἀκόμα
καιροὺς καὶ χρόνους ὅλο σου τὸ γένος θὰ πυρώσῃ
μὲ ἀνατριχίλα ἐνθουσιασμοῦ, κ’ ἐκεῖνοι στὰ παιδιά τους
παρόμοιαν ἀναγάλλιαση θ’ ἀφήσουν· τοῦτα πάλε
μ’ αὐτὸ τὸ ἀχτιδοβόλημα ποῦ τὰ ἔργατά σου ἐσπεῖραν
γεμίζουν Νότο καὶ Βορρηᾶ! Στὰ περασμένα ἀγάλλου!
Τ’ ὀμόλογο τῆς ἡλικιᾶς ἔχει ὅμως προθεσμία!
Πεθαίνεις πλειὰ στὸ ὕστερο. Σὰν τὸ λιοντάρι μόλις
ἐθάμπωσαν γεράματα τὴν κόρη τῶν ματιῶν του,
καθὼς τὸ ρόδο στὸν ἀνθό, καὶ ὁ ἄνθρωπος τὸ ἴδιο,
τὸ ἴδιο καὶ ἡ ὀμορφάδα του καὶ ἡ δύναμή του φεύγουν,

107