καὶ φόβους πὤδοσε κ’ ἐμᾶς, δηλῶντας πῶς εἰμάστε
τέκνα του ἐδῶ κεῖνα κ’ ἐμεῖς, ὅλα οἰκογένεια μία.
Ἔπαιξ’ ἀπέκεια τὸ σκοπό, ποῦ στὴ δουλειὰ βοηθάει
τοὺς θεριστάδες, τοῦ κρασιοῦ τραγοῦδι, ὅντας τὸ χέρι
σφίγγει τὸ χέρι, φιλικὰ μάτι φωτίζει μάτι
καὶ ξεχειλίζοντας καρδιὲς μεγάλες γένουντ’ ἕνα,
ἕνα στὸ νόημα τῆς ζωῆς πὤχει αὐτὴ ἡ λέξη· ἀπέκεια
τὸ ὑστερινὸ τοῦ βάρεσα τραγοῦδι ποῦ παινεύει
τὸν πεθαμένο στὸ ὕστερο ταξίδι — «Πάρετέ τον,
πάρτε τον μὲ τὰ λίγα του φταιξίματα κλεισμένα
σὰν τὰ σβησμένα λούλουδα! Γιὰ τὴν παρηγοριά μας
δὲν εἶναι βαρσαμόσποροι; Κανένας ὅμοιός του
στὸ νεκροκρέββατο στρωτὸς δὲν ἄφησε τὸν τόπο.
Ἄχ! νὰ ἦταν βολετὸ νὰ μὴ σὲ χάσουμε, ἀδερφὲ μου!»
Ἔπειτα ἐκεῖνο τῆς χαρᾶς, τοῦ γάμου τὸ τραγοῦδι,—
προβαίνουν πρῶτα οἱ κορασιὲς καὶ πίσω τους ἐκείνη
ποῦ τὴν παινᾶμε γιὰ ὀμορφιὰ καὶ τοῦ σπιτιοῦ καμάρι.
Καὶ τὸ μεγάλον ὅστερα πολεμιστήριο ἦχο
ὅπου ἄντρας τρέχει σ’ ἄλλου ἀντρὸς τὸ πλάϊ βοήθειά του
γιὰ νὰ στυλώσῃ ἀσάλευτη καμάρα ποῦ νὰ σπάσῃ
τίποτε πλειὰ δὲ θὰ μπορῇ· ποιὸς θὰ πειράξῃ τώρα
τοὺς φίλους μας; — Καὶ ἀρχίνησα στερνὰ τὴ μελωδία,
πῶς οἱ λευίτες στὸ βωμὸ σὲ δόξα θρονιασμένοι
ἐπάνω πᾶν. Μὰ ἐστάθηκα γιατὶ μὲς τὸ σκοτάδι
ἄκουσα τότε τὸ Σαοὺλ νὰ βογγοαναστενάζῃ.
Κ’ ἔπαψα, καὶ τὴν ἀνεπνοιά μου ἐκράτησα, σὲ τέτοια
σιωπὴ καὶ ἀναμερίζοντας ἀφοκραζόμουν· κι’ ὅλη
μὲ μιᾶς ἡ τέντα ἐτράνταξε, γιατὶ ἀνατριχιασμένος
ἀνατινάχτηκε ὁ Σαοὺλ ὁ δυνατὸς καὶ σπίθες
ἄρχισαν καὶ σαϊτεύονταν ἀπ’ ὅλα τὰ πετράδια,
ποῦ ξάφνου στῆς τιάρας του τὸ τίναγμα ἐξυπνῆσαν·
ἀπ’ τ’ ἀντρειωμέν’ ἀρχοντικὰ ζαφείρια, ἀπ’ τὰ ρουμπίνια
τὰ ψυχερὰ καὶ γκαρδιωμένα, μόνο στὸ κεφάλι·
μὰ τὸ κορμὶ δὲ σάλεψε κι’ ἔμεινε ὁλόϊσο ἀκόμα
κρεμάμενο. Τότ’ ἔσκυψα καὶ πάλι στὸ παιγνίδι
καὶ ἀπείραχτ’ ἀκολούθησα νὰ παίζω τραγουδῶντας, —
«Χαρὰ στὴν πρώτη μπόρεση τῆς ἀντρειᾶς μας, ὅταν
ὅλες γροικιοῦνται ἀμάλαγες οἱ δύναμές μας, κάθε