μούσκουλο ἀσπέδιστ’, ὅλα μας τὰ νεῦρα τεντωμένα!
Ἄγριες χαρὲς πὤχ’ ἡ ζωή! Τὸ πήδημ’ ἀπὸ βράχο
σὲ βράχο, τὸ ξεσπάσιμο τὸ στανικὸ τῶν κλώνων
τοῦ πεύκου, τ’ ἀργυρόηχο χτύπημα κρύο βουτῶντας
στῆς λίμνης τὰ ὁλοζώντανα νερὰ καὶ τῆς ἀρκούδας
τὸ σπήλιο κα`ι ἡ κουφόβραση, σημάδι πῶς ὁ λιόντας
μὲς τὴ μονιά του κοίτεται· καὶ τὸ φαγεῖ, κ’ οἱ πλούσιοι
χουρμάδες μὲ χρυσόσκονη θεϊκιὰ κιτρινισμένοι,
καὶ τῶν μαστάκων μουσκευτὴ μὲς τὸ κουροῦπ’ ἡ σάρκα,
καὶ ἡ πλέρια ρουφηξιὰ κρασὶ καὶ τὸ κοιμῆσι μέσα
σὲ στεγνωμένες ρεματιές, ὅπου οἱ βουρλὲς διηγοῦνται
πῶς πρὶν καλά, χαϊδευτικὰ συνείθιζαν νεράκια
νὰ μουρμουρίζουν. Τί καλὴ ποῦ ’ναι ζωὴ τ’ ἀνθρώπου,
ἡ καθαυτὸ ζήση καὶ πῶς ἐπιταυτοῦ πλασμένη
καρδιά, ψυχὴ καὶ αἴστησες γιὰ πάντα ν’ ἀφιερόνῃ
μεταχαρᾶς! Ἀγάπησες τ’ ἄσπρα σγουρὰ τοῦ γέρου
πατέρα σου, ποῦ ἐφύλαξες τὴ σπάθη σου, ὅταν κεῖνος
σ’ ἔστειλ ἐμπιστεμμένον του μὲ τὰ φουσάτα του ὅλα,
γι’ ἀντιμοιριὰ τρισένδοξη; Καὶ τ’ ἄσαρκα εἶδες χέρια
τῆς μάννας σου, ποῦ τά ’σκονε, σύντα τριγύρω ἐλέγαν
κεινοῦ ποῦ ἀράδα ἐμίσεψε τὸ σιγανὸ τραγοῦδι;
καὶ ἄκουσες τὴν ἀτάλικη λαλιά της, σὰ μποροῦσε,
στὴ μαρτυριὰ νὰ σμίγεται, «Ἄς μολογήσῃ κι’ ἄλλος,
πὤζησα, ποῦ εἶδα τοῦ Θεοῦ τὸ χέρι ἐπιζωῆς μου,
κι’ ὅλα γιὰ τὸ καλύτερο»; Κατόπι ἐτραγουδῆσαν
ἀνάμεσα στὰ δάκρυα τους καὶ στὸν τρανὸ θρίαμβό τους
ὄχι πολὺ μὰ ὅ,τι ἔμενε. Τ’ ἀδέρφια σου θυμᾶσαι
βοήθεια καὶ συνέρισμα, τὸ δούλεμα, οὗθε ἐβγῆκε
κάτι ὅμοιο σὰν ἀπ’ τὰ τζαμπιὰ ποῦ βράζουν στραγγισμένο
βγαίνει τὸ σπίρτο λαγαρό; Τοὺς φίλους σου τῶν χρόνων
τῶν παιδικῶν, ἀπαντοχὴ καὶ θιαμασμὸ γεμάτων,
τοτεσινὰ ταξίματα κ’ ἐρχάμενη εὐλογία
παρέκει ἀπ’ ὅσο θὰ μπορῇ τὸ μάτι νὰ ξανοίξῃ,—
ὣς ποῦ, γιὰ ἰδές, μεγάλωσες μονάρχης καὶ δικός σου
ἔγινε ὁλόκληρος λαὸς κι’ ὅλα μαζὶ τὰ δῶρα,
ποῦ ὁ κόσμος δίνει χωριστά, σ’ ἕνα κεφάλι ἐσμίξαν,
σ’ ἕνα κεφάλι ὅλ’ ἡ ὀμορφιὰ καὶ ἡ δύναμη καὶ ἡ ἀγάπη
καὶ ἡ ὀργή (σὰν κοιλοπόνεμα ποῦ τὸ βουνὸ σπαράζει
βοηθῶντας το στὴ γέννα του καὶ κάνει τὸ χρυσάφι
νὰ βγῇ) φιλότιμο ψηλὸ καὶ κατορθώματ’ ἄξια,
ποῦ τὸ περνοῦν, φήμη λαμπρή, ποῦ τοῦτα στεφανόνει,
ὅλα ἑνωμένα σὲ μιανοῦ τὴν κεφαλὴ ξαστράφτουν,
τοῦ βασιλέα τοῦ Σαούλ!»
Καὶ νά, στοῦ λογισμοῦ μου
ἐκεῖνο τὸ ἀναφτέρωμα, κεῖ ποῦ καρδιὰ καὶ χέρι,