Ἀλλοιά μου, τί ἔχω πάθῃ!
«Βόηθα, Θεέ μου, βόηθα μας, τὰ τέκνα σου σπλαγχνίσου
Κοπέλλα μου, δεήσου!
Ὅ,τι ἔκαμ’ ὁ ἔσπλαγχνος Θεὸς καλὰ εἶναι καμωμένο,
Παιδί μου ἀγαπημένο.»
«Ἄχ! μάννα, μάταιος λογισμός! ’Σ ἐμένα σωτηρία
Δὲν ἦλθε ἀπὸ Θεοῦ,
ᾙ δέησες πῆγαν τοῦ κακοῦ!
Πλειὰ δὲν ταῖς ἔχω χρεία.»
«Ὁ παντοδύναμος Θεὸς τὰ τέκνα του βοηθάει
Καὶ δὲν τὰ παρατάει.
Τ’ ἅγια μυστήρια, τ’ ἄχραντα, ἐκεῖνα σοῦ ἡσυχάζουν
Τοὺς πόνους, ποῦ σὲ σφάζουν.»
«Τὴ φλόγα πὤχω, μάννα μου, τ’ ἄχραντα δὲν τὴ σβύνουν,
Τὴ φλόγα ποῦ ἀγροικῶ·
Τ’ ἄχραντα, ὄχι, ’ς τὸ νεκρὸ
Ζωὴ δὲν ξαναδίνουν.»
«Ἄκου! ἄν, παιδί μ’, ὁ ἄπιστος ἐκεῖ ’ς τὴν ξένη χώρα
Ἐσέν’ ἀρνήθη τώρα;
Κι’ ἂν ἄλλαξε τὴν πίστι του γιὰ νὰ εἰμπορέση πάλι
Νὰ πάρῃ ἐκεῖ μιὰν ἄλλη;
Θὰ μετανοιώσῃ, κόρη μου! Τὴ δολερὴ καρδιά του
Ἄφησ’ την νὰ χαθῇ!
Ὅταν πεθάνῃ, θὰ καῇ
Ἀπὸ τὴν ἀπιστιά του.»
«Αὐτὸ ποῦ ἐχάθη, μάννα μου, γιὰ πάντα εἶναι χαμένο!
Δὲν τὸ ξαναλαβαίνω!
Ἄχ! νὰ μὴν εἶχα γεννηθῇ! Τὸ μόνον ὄφελός μου
Θὲ νὰ ’ναι ὁ θάνατός μου!
Σβυσθῆτε, μάτια μου, ζωή, γιὰ πάντα ’ς τ’ ἄγρια βάθη
Βυθίσου τῆς νυχτός,
Ἀνέσπλαγχνος εἶν’ ὁ Θεός·
Ἀλλοιά μου, τί ἔχω πάθῃ!»
«Θεέ, μὴ συνερίζεσαι τὸ δύστυχο παιδί Σου!
Βόηθα μας! Ἐλεήσου!
Μὴ τῆς τὰ γράψῃς κρίματα! Τό χεῖλι τί προφέρει
Ἡ θλίβερη δὲν ξέρει.
Στοχάσου τὴν Παράδεισο, κόρη ἀκριβή, τὴ θλῖψι
Λησμόνησε τῆς γῆς!
Νυμφίος, ὄχι, τῆς ψυχῆς
Κεῖ ’πάνω δὲ θὰ λείψῃ.»