ΒΥΡΓΕΡ
Μέσα’ ἀπ’ ὀνείρατα βαρυὰ ’ς τῆς χαραυγῆς τὴν ὥρα
Τινάχτηκ’ ἡ Λεονώρα·
«Μ’ ἀρνήθηκες ἢ πέθανες; Ἄχ! πόσο θὲ ν’ ἀργήσῃς,
Γουλιέλμε, νὰ γυρίσῃς»
’Σ τὴν Πράγα, ἐκεῖ ποῦ πολεμοῦν τ’ ἀσκέρια τ’ ἀντρειωμένα
Τοῦ Φρειδερίκου, αὐτὸς
Πῆγε· κι’ ἂν βγῆκε ζωντανὸς
Δὲν τό ’γραψε εἰς κανένα.
Ἀφίν’ ἡ αὐτοκρατόρισσα κι’ ὁ βασιληάς ἀφίνει
Τὸν πόλεμο, καὶ εἰρήνη
Συμφώνησαν κ’ ἐμάλαξαν τὴν ἄπονη ψυχή τους
Καὶ τὴν παληὰν ὀργήν τους.
Καὶ κάθε ἀσκέρι γύριζε ’ς τὸ σπίτι μὲ τραγούδια,
Μὲ τύμπανα καὶ ἀχούς,
Κ’ εἶχε στολίδια ροδαμοὺς
Πράσινους καὶ λουλούδια.
Καὶ εἰς κάθε δρόμο καὶ στρατὶ πολλοί, πολλοί, πηγαῖναν
Καὶ τοὺς συναπανταῖναν·
Κατὰ τοὺς ἤχους τὴς χαρὰς γέροντες, νειοί, σπουδάζουν,
Μάνναις, παιδιά, φωνάζουν·
«Εὐλογημένος ὁ Θεός!» «Καλῶς μὰς ἦλθες!» κρένει
Ἡ νύφη ’ς τὸ γαμπρό·
Δίχως φιλί, χαιρετισμό,
Μόν’ ἡ Λεονώρα μένει.
Σ τ’ ἀσκέρι ὅλο γυρεύοντας ἀπ’ ἄκρη ’ς ἄκρη πάει,
Γι’ αὐτὸν πολυερωτάει·
Ἀλλ’ εἴδησι κανένας τους νὰ δώσῃ δὲν εἰμπόρει,
Κανένας, εἰς τὴν κόρη,
Κι’ ἀφ’ οὗ τ’ ἀσκέρια πέρασαν, ἀνέσπ’ αὐτὴ τὰ μαῦρα
Μαλλιὰ καὶ κατὰ γῆς
Ῥιγμένη ἐσύρθη, ’ς τῆς ὀργῆς
Μανίζοντας τὴ λαύρα.
Ἡ μάννα τρέχει ἀπάνου της νὰ τὴν παρηγορήσῃ·
«Θεὸς νὰ σ’ ἐλεήσῃ!
Ἀγαπητὸ κοράσι μου, τί τόσο σὲ σπαράζει;»
Καὶ τὴ σφιχταγκαλιάζει.
«Ἄχ! μάννα, ὁ κόσμος ἂς χαθῇ, τώρα ὅ,τι ἐχάθη, ἐχάθη·
Ὅλ’ ἂς γενοῦν σωρός!
Ἀνέσπλαγχνος εἶν’ ὁ Θεός.