Σελίδα:Τα έργα του Λορέντσου Μαβίλη (1922).djvu/106

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.


«Τί εἶναι ἡ μακαριότητα, μάννα, τῆς Παραδείσου,
Καὶ ᾑ φλόγες τῆς Ἀβύσσου;
Μὲ τὸ Γουλιέλμο εἶναι ἡ ζωὴ γλυκειά Παράδεισός μου,
Ἀλλοῦ εἶναι κολασμός μου!
Σβυσθῆτε, μάτια μου, καὶ σύ, σβύσου φριχτά, ζωή μου!
’Σ τὴ γῆ, ’ς τὸν οὐρανό,
Τὴ μακαριότητα ἀψηφῶ
Δίχως αὐτόν μαζῆ μου!»

Τέτοια φριχτή ’χε μέσα της ἀνάψῃ ἀπελπισία
’Σ ταῖς φρέναις, ’ς τὴν καρδία·
Νά κατακρίνῃ τοῦ Θεοῦ τὴν Πρόνοι’ ἀποκοτοῦσε
Κι’ ἄκοπα ἐρραθυμοῦσε.
Στηθοκοπιῶνταν ἄκαρδα κ’ ἐτίναζε τὰ χέρια
Μὲ μάνητα θυμοῦ·
Ὥς ποῦ ’ς τὸ θόλο τ’ οὐρανοῦ
Ἀνέβηκαν τ’ ἀστέρια.

Καὶ ἄκου, ἄκου, ἀπ’ ἔξω! τράπ, τράπ, τράπ, σὰν ἄλογο ἀντηχάει,
Ποῦ ταῖς ὀμπλαῖς χτυπάει·
Καὶ καβαλλάρης πέζευσε μὲ βρόντημ’ ἀπὸ τ’ ἄτι
Κοντὰ ’ς τὸ σκαλοπάτι.
Κι’ ἀγροίκ’, ἀγροίκα, τὸ χαλκᾶ τῆς θύρας πῶς σημαίνει·
Γκλίν, γκλίν! σιγά, σιγά·
Νά! μιὰ φωνὴ μέσα περνᾷ,
Ποῦ τέτοια λόγια κρένει·

«Εἶσ’ ἔξυπν’, ἢ κοιμήθηκες; Ἔλα ν’ ἀνοίξῃς, ἔλα!
Ἀγαπητὴ κοπέλλα!
Πές μου· γελᾷς ἢ μύρεσαι; τί λὲν οἱ στοχασμοί σου
Γιὰ μὲ τὸν ἐραστή σου;»
«Ἄχ! σύ, Γουλιέλμε;… τόσο ἀργά;… δίχως νὰ κλείσω μάτι
Ἔκλαια πικρὰ γιὰ σέ·
Ἄχ! πόσο ὐπόφερα! Καλέ,
Ποῦθ’ ἔρχεσαι μὲ τ’ ἄτι;»

«Μόνο πρὸς τὰ μεσάνυχτα ἔχουμ’ ἐμεῖς ζακόνι
Καθείς μας νὰ σελόνῃ·
Φτάνω μακρυάθε, ἀπ’ τὴ Βοημιά, καὶ βούλομαι ψυχή μου,
Νὰ πάρω ἐσὲ μαζῆ μου.»
«Γουλιέλμε, ἄκου ’ς τὸν πάλιουρα τὸ σφούριγμα τοῦ ἀνέμου·
Ἔμπα, ἔμπα, μέσα εὐθύς!
’Σ τὸν κόρφο μου νὰ ζεσταθῇς
Ἄχ! ἔλα, ποθητέ μου!»

«Ὁ ἀγέρας μὲς τὸν πάλιουρα, κόρη, ἂς φυσομανάῃ,
Ἄφησ’ τον νὰ βογγάῃ!
Νὰ μείνω ἐδῶ δὲν εἰμπορῶ· τὸ φτερνιστῆρι τρίζει,

92