Μετάβαση στο περιεχόμενο

Σελίδα:Συριανά Αφηγήματα, Εμμανουήλ Ροΐδου.djvu/83

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
ΑΦΗΓΗΜΑΤΑ79

ὄχι ὅμως καὶ νὰ συλλαμβάνεται ἀγροίκως ἐκ τοῦ τραχήλου, διὰ νὰ τοποθετηθῇ ἐπ’ αὐτῶν ὡς δέμα. Προσκαλούμενος οὐδέποτε ἔρχεται ἀμέσως ἢ κατ’ εὐθεῖαν, ἀλλὰ μετὰ τινὰ ἀναβολὴν καὶ δι’ ἑλιγμοῦ, ὡσεὶ θέλων ν’ ἀποδείξῃ ὅτι προσῆλθεν ὡς φίλος αὐθορμήτως καὶ οὐχὶ ὡς δοῦλος ὑπακούσας εἰς προσταγήν. Πολὺ μᾶλλον καὶ τοῦ σκύλλου καὶ παντὸς ἄλλου ζῴου εὐχαριστεῖται νὰ μένῃ μακρὰς ὥρας εἰς τὸν κοιτῶνα μας, ἀναπαυόμενος παρὰ τὴν ἑστίαν, ἢ ἐπισκοπῶν τοὺς διαβάτας ἐκ τοῦ παραθύρου, ἀλλὰ θεωρεῖ προδοσίαν τὸ νὰ μὴ ἀνοιχθῇ εἰς αὐτὸν ἡ θύρα, ἅμα ἐπιθυμήσῃ νὰ ἐξέλθη. Ὑπὲρ πᾶν ὅμως ἄλλο βδελύσσεται τοὺς διακόπτοντας τὴν σειρὰν τῶν συλλογισμῶν του ὅταν ὀνειροπολῇ ἢ τὸν ὕπνον του ὅταν κοιμᾶται. Τοῦτο κάλλιστα ἐγνώριζεν ὁ προφήτης Μωάμεθ, ὅστις, σπεύδων ἡμέραν τινὰ νὰ μεταβῇ εἰς τὴν ἑσπερινὴν προσευχήν, ἐπροτίμησε νὰ κόψῃ διὰ ψαλλίδος τὴν ἄκραν του ἐνδύματός του, παρὰ νὰ ταράξῃ τὴν ἀνάπαυσιν τοῦ ἐπ’ αὐτοῦ ἀποκοιμηθέντος εὐνοουμένου του γάτου.

Εἰς τοὺς οὕτως ἀγαπῶντας αὐτὸν ἴσην ἀνταποδίδει καὶ οὗτος ἀγάπην, ὡς δύνανται νὰ μαρτυρήσωσιν ὅσαι υἱοθέτησαν γάτους γεροντοκόραι καὶ μετ’ αὐτῶν ἡ ἐκλεκτὴ φάλαγξ τῶν πάσης ἐποχῆς καὶ χώρας ἐπισήμων ἀνδρῶν. Ἀξιοσημείωτον τῷ ὄντι εἶνε ὅτι οἱ πλεῖστοι τούτων, καὶ ἰδίως οἱ ἔξοχοι διπλωμᾶται, συγγραφεῖς, ποιηταὶ καὶ καλλιτέχναι ἐπροτίμησαν τοῦ σκύλλου τὸν γάτον. Παραλείποντες τοὺς ἀρχαίους, ἀρκούμεθα νὰ μνημονεύσωμεν τὸν Καρδινάλιον Ριχελιέ, τὸν Κολβέρτον, τὸν Μονταίγνιον, τὸν Χόφμαν, τὸν Φοντενέλον, τὸν Γεράρδον Δόου, τὸν Λόπε δὲ Βέγας, τὸν Σατωβριάν, τὸν Ἐδγάρδον Πόου, τὸν Θεόφιλον Γκωτιέ, τὸν Χάρτμαν καὶ τὸν Βωδελαῖρον, οἵτινες πάντες ἠγάπησαν τοὺς γάτους των περιπαθῶς καὶ ἀντηγαπήθησαν παρ’ αὐτῶν ὁλοψύχως. Οὐδ’ εἶναι ἀνάγκη ν’ ἀνατρέχωμεν, πρὸς ἀπόδειξιν τῆς ἀνταποδόσεως ταύτης, εἰς ἄλλους καιροὺς καὶ τόπους, ἀφοῦ οἰκεῖον καὶ πρόσφατον ἔχομεν τὸ παράδειγμα τοῦ γιγαντιαίου ἐκείνου λευκοῦ γάτου τοῦ ἀοιδίμου Κουμουνδούρου ὅστις, ἂν καὶ ἦτο ἡ ἐποχὴ τῶν ἐρώτων, οὐδ’ ἐπὶ στιγμὴν ἀπεμακρύνθη τοῦ προσκεφαλαίου του κατὰ τὴν πολυήμερον πρὸς τὸν θάνατον πάλην, καὶ ἔπειτα ἐπῆγε ν’ ἀποθάνῃ καὶ ἐκεῖνος ἐκ τῆς λύπης εἰς μίαν γωνίαν, ἐνῷ οἱ σκύλλοι τοῦ μακαρίτου ἐξηκολούθουν νὰ τρώγουν, νὰ πίνουν καὶ νὰ γαυγίζουν καὶ