δοὶ καὶ Βανδῆλοι, οἱ ἀναγράψαντες εἰς τὰς πολεμικὰς αὐτῶν σημαίας τὸ ὁμοίωμα τοῦ γάτου, ὡς τοῦ μόνου πλάσματος τὸ ὁποῖον δύναται μὲν νὰ ἡμερωθῇ, ὄχι ὅμως καὶ νὰ ὑποδουλωθῇ.
Τοιοῦτος ὤν, μόνον ὡς ἰσότιμος τοῦ οἰκοδεσπότου στέργει ὁ γάτος νὰ φιλοξενηθῇ παρ’ ἡμῖν. Ἀλλ’ ἂν δὲν δέχεται ὡς τ’ ἄλλα ζῷα νὰ δουλεύσῃ, ἕπεται ἄρα ἐκ τούτου ὅτι δὲν δύναται οὐδ’ ὡς φίλος ν’ ἀγαπήση; Ὁ τοιοῦτος ἰσχυρισμὸς ἀδύνατον εἶνε νὰ στηριχθῇ εἰς τὰ διδάγματα τῆς πείρας. Τὸ περὶ γάτου πολύκροτον ἄρθρον τοῦ Βυφῶν, τὸ ὑπὸ τοσούτων ἀναμασηθὲν ψιττακῶν, οὐδὲν ἄλλο ἀπ’ ἀρχῆς ἕως τέλους εἶνε παρὰ συρραφὴ συκοφαντιῶν. Δὲν ἐνθυμοῦμαι τὶς κριτικός, θέλων νὰ ὀνειδίσῃ τὸν Πλούταρχον ὡς ἀνακριβῆ, ἔφθασε νὰ εἴπῃ περὶ αὐτοῦ ὅτι θὰ ἦτο ἱκανὸς νὰ διηγηθῇ ὅτι ἐνίκησαν οἱ Ἀθηναῖοι τὸν Φίλιππον ἐν Χαιρωνείᾳ, ἂν τοῦτο ἠδύνατο νὰ καταστήσῃ τὴν περίοδον αὐτοῦ στρογγυλωτέραν. Τοιαύτη μομφὴ θὰ ἤρμοζε πολὺ μᾶλλον εἰς τὸν Βυφῶν, ὅστις περὶ οὐδενὸς ἄλλου φροντίζων παρὰ πὼς νὰ διαπρέψη ὡς ῥήτωρ, δὲν ἐδίστασε νὰ συγγράψῃ λίβελλον κατὰ τοῦ γάτου διὰ τὸν μόνον λόγον ὅτι εἶχεν ἀνάγκην ἀναθέσεως πρὸς ἀνάδειξιν τοῦ ἐγκωμίου τοῦ σκύλλου. Ἐξ ἴσου ἄδικος, ἀλλὰ τουλάχιστον ἀκριβέστερος, ἀπεδείχθη ὁ εὐσεβέστατος Ἄγγλος ποιητὴς Βούνυαν (Bunnyan). Οὗτος ἐξετάζων τὸ ζήτημα οὐχὶ ἐν συνόλῳ, ὡς ἀπήτει ἡ δικαιοσύνη, ἀλλὰ θεολογικῶς, ὑπὸ μόνην τὴν ἔποψιν τῆς ἠθικῆς του Εὐαγγελίου, ἀνυμνεῖ τὸν σκύλλον, ὡς τέλειον πάσης χριστιανικῆς ἀρετῆς καὶ ἀκριβὴ τηρητὴν τῶν παραγγελμάτων τῆς ἐπὶ τοῦ Ὄρους ὁμιλίας περὶ ταπεινότητος, λήθης τῶν ὕβρεων καὶ ἀγάπης καὶ πρὸς τοὺς κακοποιοῦντας ἡμᾶς. Κατὰ τοῦτο ἔχει πληρέστατον δίκαιον ὁ Βούνυαν, ὄχι ὅμως, πιστεύομεν, καὶ ὅλως ἄδικον ὁ γάτος μόνον τοὺς ἀγαπῶντας αὐτὸν ν’ ἀγαπᾷ. Ἡ κατάκτησις τῆς καρδίας του δὲν εἶναι βεβαίως εὐχερὲς ἔργον. Ὁ θέλων ν’ ἀγαπηθῇ παρ’ αὐτοῦ δὲν ἀρκεῖ νὰ τὸν καλοθρέψῃ καὶ νὰ τὸν περιποιῆται, ἀλλὰ πρέπει καὶ νὰ μὴ λησμονῇ ὅτι ῥέει εἰς τὰς φλέβας τοῦ αἷμα βασιλικόν, προσφερόμενος πρὸς αὐτὸν μετὰ τῆς δεούσης εὐλαβείας. Φύσει ὧν ἀριστοκρατικός, ἀποστρέφεται ὁ γάτος τὴν ὑπερβολικὴν οἰκειότητα, τὴν ἀδιακρισίαν καὶ ἰδίως πᾶσαν ἀξίωσιν περιορισμοῦ τῆς ἀπολύτου αὐτοῦ ἀνεξαρτησίας. Ὑπεραγαπᾷ μὲν τὰς θωπείας, ἀλλὰ μόνον ὅταν ἔχῃ ὄρεξιν αὐτῶν. Ἀρέσκεται νὰ πηδᾷ εἰς τὰ γόνατά μας,