Σελίδα:Συριανά Αφηγήματα, Εμμανουήλ Ροΐδου.djvu/84

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
80ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΡΟΪΔΟΥ

οἱ θερμότατοι φίλοι του μετέβαινον νὰ προσκυνήσωσι τὸν κύριον Τρικούπην.

Τὴν πρὸς τοὺς γάτους συμπάθειαν τῶν συγγραφέων καὶ καλλιτεχνῶν ἐπεχείρησαν τινὲς νὰ ὑποτιμήσωσιν, ὀνομάζοντες αὐτὴν διαστροφήν, ὡς τὴν ὄρεξιν ὄζοντος τυροῦ, ἀώρων ὀπωρῶν ἢ ὑπερωρίμων ἑταιρῶν. Τὸ βέβαιον εἶναι, ὅτι ἂν ἔλειπεν ὁ γάτος, θὰ ἦτο καταδικασμένος ὁ ἀγρυπνῶν συγγραφεὺς εἰς ἀπόλυτον μοναξίαν, ἀφοῦ οὐδενὸς ἄλλου πλάσματος δύναται νὰ συμβιβασθῇ ἡ συντροφία μετ’ ἀδιατάρακτου διανοητικῆς ἐργασίας. Οἱ σκύλλοι ἢ ἀπασχολοῦσι παίζοντες θορυβωδῶς ἢ κοιμῶνται ὡς ἀσπάλακες, καὶ τότε εἶνε ὡς νὰ μὴ ὑπῆρχον. Μόνος ὁ γάτος ἠξεύρει ν’ ἀκινητῇ ἐπὶ ὁλοκλήρους ὥρας εἰς γωνίαν τῆς τραπέζης, στηρίζων ὡς Αἰγυπτία Σφὶγξ τὴν κεφαλὴν ἐπὶ τῶν ἐμπροσθίων ποδῶν καὶ προσηλῶν τὸ βλέμμα εἰς τὸν μελετῶντα, ὡς ἂν ἐνδιεφέρετο εἰς τὸ ἔργον αὐτοῦ. Πλειστάκις φαίνεται μαντεύων τὴν ἰδέαν τὴν κατεβαίνουσαν ἀπὸ τοῦ ἐγκεφάλου εἰς τὴν ἄκραν του καλάμου τοῦ γράφοντος καὶ προτείνει τὸν πόδα ὡς ἂν ἤθελε νὰ τὴν συλλάβῃ. Ὅταν δ’ ἐπὶ τέλους βαρυνθῇ τὴν ἀκινησίαν, ἐγείρεται τότε ἡσύχως, τανύει τὴν ἐλαστικήν του ῥάχιν εἰς σχῆμα βυζαντινῆς ἁψῖδος καὶ ἀρχίζει ἥσυχον περίπατον διὰ τῶν λεξικῶν καὶ τῶν μελανοδοχείων. Γνωστὸν εἶνε ὅτι ὁ σκύλλος τοῦ Νεύτωνος Ἀδάμας, ἀνατρέψας τὸν λύχνον ἐπὶ χειρογράφων, ἔγινε παραίτιος ν’ ἀπολεσθῇ ὁ καρπὸς πολυετοῦς μελέτης. Ἀλλ’ ἐκ τῆς περιφορᾶς τοῦ γάτου ἐπὶ τῆς τραπέζης οὐδεὶς ἀπειλεῖται κίνδυνος χύσεως, οὔτε μελάνης οὔτε πετρελαίου. Τὸ βάδισμα τοῦ ἐνθυμίζει τὸν ἐπὶ αὐγῶν χορὸν τῶν Ἰσπανίδων ἢ τοὺς Ὁμηρικοὺς ἐκείνους, τοὺς τρέχοντας δι’ ἀγρῶν καὶ λειμώνων χωρὶς νὰ θραύσωσιν οὔτε τοὺς στάχεις οὔτε τὰ κρίνα. Ἄλλοτε πάλιν, ἀφοῦ διὰ μακρὰς ἐργασίας μεταδώσῃ στιλπνότητα κατόπτρου εἰς τὸ ἀτλάζινον αὐτῆς δέρμα, προσέρχεται ἡ γαλῆ νὰ προσφέρῃ ἑαυτὴν οὕτω καλλωπισθεῖσαν εἰς τὰς θωπείας τοῦ κυρίου της. Αἱ ἐνδείξεις τῆς ἀγάπης της οὐδὲν ἔχουσι κοινὸν πρὸς τὴν θορυβώδη προπέτειαν τῶν κυνῶν, ἀλλ’ ἀριστοκρατικὴν τινὰ ἐπιφύλαξιν καὶ σεμνότητα, ὑπεραρέσκουσαν εἰς τὸν καλλιτέχνην, ὅστις, ἂν εἶνε πράγματι τοιοῦτος, μισεῖ καὶ ἀποστρέφεται ὑπὲρ πᾶν ἄλλο τὴν ἐπίδειξιν, τὸν στόμφον καὶ τὴν αἰσθηματικὴν κοινοτοπίαν. Δύσκολον δὲ φαίνεται νὰ μὴ θεωρήσωμεν τὴν ἐπίμονον πρὸς στίλβωσιν τοῦ τριχώματος