Σελίδα:Συριανά Αφηγήματα, Εμμανουήλ Ροΐδου.djvu/78

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
74ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΡΟΪΔΟΥ

ὥστε ἠδυνάτει ἐπὶ πολλὴν ὥραν ν’ ἀπαντήσῃ εἰς τὰς ἐρωτήσεις μου. Ἐπὶ τέλους μοῦ διηγήθη τὰ ἑξῆς!

«Ἤμην τὸ πρωὶ μόνος εἰς τὸν στάβλον, ὅταν ὁ Μαλτέζος ἀμαξηλάτης, διαταχθεὶς ἀπροσδοκήτως νὰ ζεύξῃ ἐνῷ ἡτοιμάζετο νὰ προγευματίσῃ ἦλθε νὰ καταθέσῃ τὸ ψωμοτύρι του εἰς τὴν φάτνην ἀπουσιάζοντος ἵππου. Μετὰ τὴν ἔξοδον τοῦ ἀνθρώπου τούτου ὁ Ζαναμπέτης ἐφάνη ὁρεχθεὶς τὰ φαγώσιμα ταῦτα καὶ μὴ δυνάμενος νὰ τὰ φθάσῃ ἀπ’ εὐθείας ἐμηχανεύθη νὰ σύρῃ πρὸς τὸ μέρος του τὸ ἄχυρον ἐπὶ τοῦ ὁποίου εἶχον ἀποτεθῆ. Κατορθώσας οὕτω νὰ οἰκειοποιηθῇ τὸ ποθούμενον πρόγευμα, ἔκρυψεν αὐτὸ πλησίον του διὰ νὰ τὸ προσφέρῃ ἔπειτα εἰς τὸν Τσέκον. Μαντεύσας τοῦτο ἐσκόπευα νὰ πληροφορήσω κατὰ τὴν ἐπιστροφήν του τὸν ἅμαξηλάτην περὶ τῆς τύχης τοῦ προγεύματός του καὶ ἐν ἀνάγκῃ νὰ τὸν ἀποζημιώσω.

Ἀφοῦ εἰργάσθην ἐπὶ μίαν ἀκόμη ὥραν ἐπεθύμησα νὰ καπνίσω, ἀλλ’ ἡ σιγαροθήκη εἶχεν εξαντληθῆ. Μὴ ἔχων κανένα νὰ στείλω μετέβην ὁ ἴδιος εἰς γειτονικὸν καπνοπωλεῖον. Ἡ ἀπουσία μου δὲν διήρκεσε βεβαίως περισσότερον τῶν 10 λεπτῶν. Κατὰ τὸ διάστημα ὅμως τοῦτο συνέπεσε νὰ ἐπιστρέψῃ εἰς τὸν σταύλον ὁ Τσέκος καὶ νὰ δεχθῆ μετὰ πολλῆς χαρᾶς τὰ ὑπὸ τοῦ φίλου του ὑπεξαιρεθέντα φαγώσιμα, τὰ ὁποῖα ὑπέθεσε προερχόμενα, ὡς καὶ τὰς προηγουμένης κουλούρας, ἐξ δικῆς μου μεγαλοδωρίας. Αλλ’ ἐνῷ κατεβρόχθιζε ταῦτα μὲ ἥσυχον συνείδησιν, ἐπανῆλθε πεινασμένος ἐκ τοῦ δρόμου του ὁ νόμιμος αὐτῶν κύριος, ὁ ὁποῖος, βλέπων τὸ πρόγευμά του εἰς ξένας χεῖρας, ἤρχισε νὰ φωνάζῃ καὶ νὰ ὑβρίζῃ ὡς κλέπτην τὸ παιδίον. Εἰς τὰς φωνὰς ἐκείνας προσῆλθεν ὁ πατήρ του κατὰ τὸ σύνηθες μεθυσμένος. Χωρὶς νὰ θέλῃ ν’ ἀκούσῃ τίποτε, ἔσπευσε ν’ ἁρπάσῃ ἀπὸ τὸ ὠτίον τὸν Τσέκον, ζητοῦντα ἄσυλον μεταξὺ τῶν σκελῶν τῶν ἵππων, κράζων: ‟Ἀχρεῖε, κλέφτη, ατιμάζεις τὸν πατέρα σου”. Κατ’ ἐκείνην τὴν στιγμὴν εἰσηρχόμην δρομαῖος εἰς τὸν σταύλον καὶ ἐπροσπάθουν νὰ καθησυχάσω τὸν κακότροπον Ἰταλόν, ἐξηγῶν πῶς συνέβησαν τὰ πράγματα. Ἀλλ’ ἐκεῖνος δὲν ἦτο εἰς κατάστασιν νὰ μ’ ἐννοήσῃ. Μ’ ἐκύτταξεν ἁγρίως καὶ μ’ ἐσυμβούλευσε νὰ κυττάζω τὴν δουλειά μου, ὀνομάζων με μπέστιαν, παληόγερον καὶ κογιόνον. Ξεκρεμάσας ἔπειτα ἀπὸ τὸν τοῖχον τὸ βούνευρον τὸ χρησιμεῦον διὰ τοὺς σκύλλους ἤρχισε νὰ μαστιγώνῃ ἀλύπητα τὸν υἱόν του. Ἀπὸ τὴν ἀρχὴν τῆς σκηνῆς ταύτης