Σελίδα:Συριανά Αφηγήματα, Εμμανουήλ Ροΐδου.djvu/77

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
ΑΦΗΓΗΜΑΤΑ73

κακότροπον τοῦτον εἶχε τὴν δυστυχίαν νὰ συναντήσῃ ὁ Τσέκος εσπέραν τινὰ εἰς ἔρημον πλησίον τοῦ στάβλου μονοπάτι, ἐνῶ ἐπέστρεφε φέρων καλάθιον μὲ τρόφιμα διὰ τὸ δεῖπνον τῶν ἁμαξηλατῶν. Ὁ Λοῦρος ἐζήτησε ν’ ἁρπάσῃ τὸ καλάθιον, τὸ παιδίον, τολμῆσαν ν’ ἀντισταθῇ, ἐδέρετο παρ’ αὐτοῦ ἀπλάγχνως καὶ ἐζήτει βοήθειαν διὰ γοερῶν κραυγῶν. Ταύτας ἀκούτας ὁ Ζαναμπέτης καὶ ἀναγνωρίσας τὴν φωνὴν ἤρχισε νὰ ταράττεται καὶ νὰ σείῃ τὴν κεφαλήν, μέχρις οὖ, κατορθώσας νὰ θραύσῃ τὸν ρυτῆρα του, διῆλθεν ὡς βέλος διὰ τῶν ἐκπλήκτων ἵπποκόμων, ὑπερέβη διὰ τεραστίου πηδήματος τὸ περίφραγμα τῆς αὐλῆς καὶ ἔφθασε εἰς τὸν τόπον τῆς πάλης μὲ καπνίζοντας μυκτῆρας καὶ φλογοβόλους οφθαλμούς. Εἰς τὴν ἐμφάνισιν τοῦ φοβεροῦ τούτου ζώου, ἐτράπη ὁ κακοῦργος εἰς φυγήν. Ἀλλ’ ὁ Ζαναμπέτης τὸν ἔφθασε μὲ δύο πηδήματα, τὸν ανέτρεψε, τὸν ἐκοπάνισεν ὑπὸ τοὺς πόδας του, ἀφῆκεν αὐτὸν λιπόθυνον, καὶ ἐπανῆλθεν ἔπειτα πρὸς τὸν μικρὸν φίλον του, τὸν ἐνεθάρρυνε διὰ παντείων θωπειῶν καὶ ἐπέστρεψε μετ’ αὐτοῦ εἰς τὸν σταύλον ὡς θριαμβευτής, φέρων εἰς τὸ στόμα τὸ καλάθιον, τὸ ὁποῖον δὲν εἶχε πλέον δύναμιν ὁ Τσέκος νὰ σηκώσῃ.

Αἱ πληγαὶ τοῦ συληφθέντος φυγοδίκου, ἂν καὶ ὀδυνηραί, δὲν ἦσαν θανατηφέροι οὐδὲ κἂν ἐπικίνδυνοι, ὁ δὲ μετά τινας ἡμέρας θάνατος αὐτοῦ εἰς τὰς φυλακὰς προῆλθε, κατὰ τὴν ἔκθεσιν τοῦ ἰατροῦ, ἐκ τῆς δυσκρασίας του καὶ τῆς καταπόσεως τῆς ρακῆς, τὴν ὁποίαν εἶχε λάβει διὰ νὰ βρέχῃ τῶν μωλώπων του τοὺς ἐπιδέσμους. Ἡ τοιαύτη όμως γνωμοδότησις δὲν ἡμπόδισε τοὺς ἁμαξηλάτας νὰ κηρύξωσι τὸν Ζαναμπέτην φονιὰν καὶ νὰ τὸν μεταχειρίζονται ως τοιοῦτον. Καὶ αὐτή ἀκόμη ἡ μεταξὺ αὐτοῦ καὶ τοῦ παιδιοῦ τρυφερὰ φιλία ἐθεωρεῖτο ὑπὸ τῶν ἀξέστων ἐκείνων ἀνθρώπων ὡς πρᾶγμα παρὰ φύσιν, ὕποπτον καὶ σατανικόν. Ἡ κατὰ τοῦ δυστυχοῦς ζώου ἀντιπάθεια ηὔξανε καθ’ ἡμέραν, οὐδ’ εἶνε ὑπερβολὴ ἂν εἴπωμεν ὅτι ἔτρωγε πολὺ περισσότερον ξύλον παρὰ κριθήν.

Εἰς τοιαύτην εὑρίσκοντα τὰ πράγματα θέσιν, ὅταν ἡμέραν τινά, κατὰ τὴν ὁποίαν δὲν εἶχον εὐκαιρήσει νὰ μεταβῶ εἰς τὸ μάθημα ἱππογραφίας, εἶδον αἴφνης εἰσερχόμενον εἰς τὸ δωμάτιον τοῦ ξενοδοχείου μου τὸν γέροντα Κρέυζερ, κρατοῦντα ἐκ τῆς χειρὸς τὸν Τσέκον μ’ ἐνδύματα καταματωμένα καὶ οἰμώζοντα ἐλεεινῶς. Καὶ αὐτοῦ τοῦ ζωγράφου ή συγκίνησις καὶ ἡ στενοχωρία τοσαύτη,