Σελίδα:Συριανά Αφηγήματα, Εμμανουήλ Ροΐδου.djvu/79

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
ΑΦΗΓΗΜΑΤΑ75

τὰ ὦτα τοῦ Ζαναμπέτη ἦσαν κλιτὰ πρὸς τὰ ὀπίσω, οἱ ὀδόντες του ἐφαίνοντo ἕως τὴν ρίζαν καὶ ἀπὸ στιγμὴν εἰς στιγμὴν ἀπέβαινον ὀξύτεροι οἱ χρεμετισμοί του καὶ ἠχηρότερος ὁ ποδοβολητός. Κατορθώσας ἐπὶ τέλους νὰ σπάσῃ τὸ πετραχήλι του, ὥρμησε κατὰ τοῦ μαστιγωτοῦ, τὸν συνέλαβε διὰ τῶν ὀδόντων ἀπὸ τὴν ράχιν καὶ τὸν ἐσφενδόνισεν εἰς τριῶν βημάτων ἀπόστασιν ἐπὶ σωροῦ κοπρίας. Ἡ όψις τοῦ ζώου ἦτο τόσον φοβερά, ὥστε ἐτράπημεν ὅλοι εἰς φυγήν. Καὶ αὐτὸς ὁ Τσέκος ἐκρύβη ὄπισθεν δέματος ἀχύρων, φοβούμενος ὄχι νὰ τὸν κακοποιήσῃ ὁ Ζαναμπέτης, ἀλλὰ τοῦ πραξικοπήματος αὐτοῦ τὰς συνεπείας. Ὁ μέθυσος ἐν τούτοις πεσὼν εἰς τὰ μαλακὰ δὲν εἶχε πάθει τίποτε. Αἱ ζημίαι του περιορίζοντο εἰς τὴν τρομάραν καὶ τὸ σχίσιμον τοῦ ὑποκαμίσου του. Εὐθὺς ἅμα ἠγέρθη, ἔτρεξεν εἰς τὴν αὐλὴν νὰ καταγγείλῃ τὴν νέαν φονικὴν ἀπόπειραν τοῦ Ζαναμπέτη εἰς τοὺς συντρόφους του, οἱ ὁποῖοι, βλέποντες αὐτὸν ἡμίγυμνον, κάτωχρον καὶ ριγοῦνταν ἐκ τοῦ τρόμου, ἐθεώρησαν πρέπον νὰ εἰσορμήσουν εἰς τὸν στάβλον ὡπλισμένοι μὲ σιδηρᾶ δικράνια. Οὐδὲ περιωρίσθησαν ἐπὶ πολὺ νὰ μεταχειρισθῶσιν αὐτὰ ὡς ρόπαλα κατὰ τοῦ θύματος αὐτῶν. ‟Αὐτὸ τὸ κατηραμένον ζῷον πρέπει νὰ τὸ ξεκάμωμεν, εἰδεμὴ θὰ μᾶς φάγῃ ὅλους τὸν ἕνα μετὰ τὸν ἄλλον”, ἀνέκραξεν ὁ Ἰταλὸς ἐμπήγων τὸ δικράνι του εἰς τοῦ ἁλόγου τὴν κοiλίαν. Καὶ τὸ παράδειγμά του ἔσπευσαν οἱ ἄλλοι νὰ μιμηθῶσιν. Ἐζήτησα νὰ τοὺς ἐμποδίσω, ἀλλὰ τὰ δικράνια ἐστράφησαν ἐναντίον μου. Ὁ Τσέκος ἔκρυπτε τὸ πρόσωπον εἰς τὰς χεῖρας του διὰ νὰ μὴ βλέπῃ. Τὸ αἷμα ἔτρεχε ποταμηδὸν ἐκ τῶν πλευρῶν τοῦ ἵππου, ὁ ὁποῖος ὑπέμενεν ὄρθιος, ἀκίνητος καὶ ὡσεὶ ἀναίσθητος εἰς τὰς πληγάς. Ἐπὶ τέλους κατέπεσε, τὸ δὲ παιδίον δὲν ἠδυνήθη νὰ κρατήσῃ τοὺς λυγμούς του. Οἱ ὀδυρμοὶ οὗτοι ἐξηγρίωσαν τὸν ἀποθηριωθέντα πατέρα του, ὅστις ἀναλαβῶν τὸν βούρδουλαν ἤρχισε καὶ πάλιν νὰ τὸν μαστιγώνη. Τότε συνέβη τι φοβερόν. Εἰς τὰς φωνὰς τοῦ παιδίου τὸ ἄλογον, τὸ ὁποῖον ἐνομίζαμεν νεκρόν, ἤνοιξε τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ κατώρθωσε δι’ ὑπερτάτου ἀγῶνος νὰ ὀρθωθῇ ἐπὶ τῶν κλώνουμένων ποδῶν του. Καὶ πάλιν ἔκλιναν εἰς τὰ ὀπίσω τὰ ὦτα του, ἐφάνησαν οἱ ὀδόντες του, ἤστραψε τὸ βλέμμα του καὶ ὠπισθοδρόμησαν οἱ δήμιοι μετὰ τρόμου. Ὁ Τσέκος εἶχε κρεμασθῆ εἰς τὸν τράχηλον τοῦ προστάτου του. Ἡ νεκρανάστασις ὅμως αὐτοῦ δὲν διήρκεσε πολύ· δύο μόνον ἢ τρία δευτερόλεπτα καὶ ἔπεσε πάλιν