Σελίδα:Συριανά Αφηγήματα, Εμμανουήλ Ροΐδου.djvu/51

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
ΑΦΗΓΗΜΑΤΑ47

τροὶ καὶ μᾶς εἶπαν ὅτι εἶχε τρελλαθῇ. Τοὺς γιατροὺς ἐσυντρόφευεν ὁ ἀστυνόμος. Ἀφοῦ ἔφυγαν ἐκεῖνοι, ἄρχισε νὰ μοῦ λέγῃ πὼς ὁ Μεϊντανὸς εἶνε ἕνας ἀχρεῖος, ποὺ ἔχει στὴ ῥάχι του κατηγορίες γιὰ βιασμοὺς καὶ φόνους. Τὸν προστατεύει ὅμως ὁ κύριος Βουλευτῆς Σύρου, ποὺ τὸν ἐγλύτωσε δυὸ φορές, καὶ θὰ ἦτο τρέλλα νὰ τὰ βάλω μ’ ἕνα Συνταγματάρχη καὶ ὑπουργικὸ Βουλευτή, τώρα μάλιστα ποὺ ἄρχισαν οἱ δουλειὲς τῆς Κυβερνήσεως νὰ στραβώνουν καὶ τὸν ἔχει ἀνάγκην. Ὅ,τι καὶ ἂν ἔκαμνα καὶ ὅσον καὶ ἂν ἐφώναζα δὲν θὰ κατώρθωνα τίποτες, ἐνῷ, ἂν ἐσώπαινα, ἠμποροῦσε νὰ γίνῃ κάτι γιὰ μένα, ὡς π.χ. νὰ βάλουν τὴν κόρη μου χάρισμα εἰς τὸ φρενοκομεῖο. Δὲν ἀποκρίθηκα τίποτες, γιατὶ τὴν ἀπόφασί μου τὴν εἶχα πάρῃ. Ἔγραψα τοῦ πεθεροῦ μου νὰ φροντίσῃ, ὅσο πτωχὸς καὶ ἂν εἶνε, γιὰ τὴν κόρη του καὶ τὴν ἐγγονή του. Ἐφίλησα τὲς δυο δυστυχισμένες, ἔκαμα τὸ σταυρό μου, ἐπέρασα στὴ ζώνη τὸ λάζο μου καὶ εἰς τὰς δέκα ἡ ὥρα ἐπῆρα τὸ δρόμο τοῦ σπιτιοῦ τοῦ βουλευτῆ, μὲ ἀπόφασι νὰ τὸν σκοτώσω καὶ ὅ,τι γίνῃ ἂς γίνῃ. Εὑρῆκα τὴν πόρτα του ἀνοικτὴ καὶ τὴ σάλλα του γεμάτη. Ἦταν ἐκεῖ ἕνας ἀπὸ τοὺς δύο γιατροὺς ποὺ ἦρταν σ’ ἐμένα τὸ πρωὶ καὶ παρακάτω ἕνας παπᾶς μὲ τὸ διάκο του ποὺ ἐκρατοῦσε τὴ μετάληψι καὶ τὸ πετραχήλι. Κανένας δὲν ἐπρόσεξεν ὅταν ἐμπῆκα. Ἐκρύβηκα ἀπ’ ὀπίσω ἀπὸ τὴν κουρτίνα τοῦ παραθύρου καὶ ἀπ’ ἐκεῖ ἄκουσα πὼς μετὰ τὸ πρόγευμα εἶχεν ἔρτῃ τοῦ συνταγματάρχη ἀποπληξία, πὼς ἀπέμεινεν ἡ μισὸς παράλυτος καὶ κινδυνεύει. Τώρα ἐσυζητοῦσαν ἂν πρέπει νὰ τοῦ πᾶνε ἀμέσως τὸν παπᾶ ἢ νὰ περιμένουν νὰ γίνῃ καλλίτερα ἢ χειρότερα. Μετὰ λίγην ὥρα ἐβγῆκεν ἀπὸ τὴν κρεββατοκάμερα ἄλλος γιατρὸς ποὺ εἶπε πὼς πρέπει ν’ ἀφήσουν τὸν άρρωστο νὰ ἡσυχάσῃ. Λίγο - λίγο ἄρχισεν ὁ κόσμος νὰ φεύγῃ, ἕως ὅτου δὲν ἀπέμειναν παρὰ ὁ γιατρός, ὁ παπᾶς καὶ δυὸ σπιτικοὶ φίλοι. Τὰ μετάνυκτα ἐπῆγαν κ’ ἐκεῖνοι νὰ ἐξαπλωθοῦν εἰς τὸ ἐπάνω πάτωμα, ἀφοῦ ἔδωκαν παραγγελία εἰς τὸν στρατιώτη τῆς ὑπηρεσίας νὰ μείνῃ στὴ σάλλα καὶ ἂν τύχῃ τίποτες νὰ τοὺς κράξῃ. Ἐκεῖνος ὅμως δὲν ἐσυλλογίζουνταν παρὰ πῶς νὰ περάσῃ τὴν νύκτα του ἀναπαυτικά. Ἔβαλεν ἕνα κερὶ σὲ μιὰ καθέκλα κοντὰ εἰς τὸ ντιβάνι, ἁπλώθηκεν ἀπάνω μὲ τὰ παπούτσια, ἐπῆρε νὰ διαβάσῃ μιὰν ἐφημερίδα, καὶ μετὰ πέντε λεπτὰ ἄρχισε νὰ ῥουχαλᾷ. Τώρα ἦταν ή δική μου σειρά, ὄχι βέβαια νὰ ῥουχαλήσω. Ἐβγῆκα ἀπὸ τὴν