Σελίδα:Συριανά Αφηγήματα, Εμμανουήλ Ροΐδου.djvu/50

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
46ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΡΟΪΔΟΥ

τσι, ἀφοῦ ἤμουν πρόθυμος νὰ τοῦ τὸ δώσω. Ἐπῆγα τότε νὰ ξυπνήσω δύο γειτόνους καὶ ἀνάψαμε φανάρια νὰ ἰδοῦμε μήπως ἐγλίστρησε σὲ κανένα ἀπὸ τὰ ξάραθμα καὶ ξεροπήγαδα τῆς Βάθειας, ποὺ καταπίνουν ἀνθρώπους κάθε σκοτεινὴ νύχτα. Τὰ ἐξετάσαμεν ὅλα καὶ δὲν εἴδαμεν τίποτες. Ἐξεπήδησα ἔπειτα εἰς τὴν ἀστυνομίαν νὰ ἐρωτήσω ποιοὺς ἐπλάκωσαν ἀπὸ τὸ πρωὶ οἱ ἁμαξάδες. Τὴν ἡμέραν ἐκείνην δὲν εἶχαν πλακώσῃ κανένα, καὶ μόνον ὁ σιδερόδρομος ἕνα βόδι. Ὁ διευθυντής μ’ ἐλυπήθηκε καὶ μοῦ εἶπε πὼς θὰ ἐνεργήσῃ δραστήρια καὶ γρήγορα θὰ μάθῃ τί ἔγινε τὸ κορίτσι μου. Μ’ ἀρώτῆσε ποῖοι ἐσύχναζαν εἰς τὸ σπίτι μου καὶ μοῦ ἐφάνηκε πὼς ἔστραβομούριασε ὅταν τοῦ ἀνέφερα τὸ λοχία Μεϊντανό. Ἐπερίμενα πὼς θὰ μοῦ πῇ τίποτες γι’ αὐτόν. Μοῦ εἶπε μόνο καλὴ νύχτα καὶ νὰ ἔχω ὑπομονήν. Ἐπέρασαν ἄλλες τέσσαρες μέρες χωρίς τίποτε νὰ κατορθώσῃ. Ἐξαναπῆγα τότες εἰς τοῦ βουλευτοῦ καὶ ἄκουσα πάλι πὼς δὲν ξεύρει τίποτες καὶ δὲν εἶδε τὸν Μεϊντανό. Αὐτὴ όμως τὴ φορὰ ἔμοιαζε σὰν στεναχωρεμένος, ἀπόφευγε τὸ μάτι μου καὶ ἐβιάζετο νὰ μὲ ξεφορτωθῇ. Τὴν ἄλλη μέρα εὐρέθη ἡ κόρη μου. Ξέρεις τί εἶχε γίνῃ;»

«Πῶς θὲς νὰ τὸ ξέρω;»

«Ὁ Μεϊντανὸς μὲ δυὸ ἄλλους ἄχρείους τὴν ἀκολούθησαν ὅταν ἔβγαινεν ἀπὸ τὸ ἐργοστάσιο ὡς τὸ γεφύρι τῆς Βάθειας. Ἐκεῖ τὴν ἔπιασαν, τὴν ἔφραξαν τὸ στόμα, τὴν ἔρριξαν σ’ ἕνα ἁμάξι, τὴν ἐπῆγαν εἰς τὸ βρωμόσπιτο μιανῆ Κερᾶς Βασιλικῆς, τὴν ἀτίμασαν, τὴν ἑβασάνισαν ὅλη νύκτα καὶ τὴν ἄφισαν ἐκεῖ ἀναίσθητη καὶ μισοπεθαμένη. Τὸν Μεϊντανὸ τὸν ἔκρυπτεν ὁ βουλευτὴς τρεῖς ἡμέρες εἰς τὸ ὑπόγειο τοῦ σπιτιοῦ του, ἔπειτα τὸν ἔκαμε νὰ δραπετέψῃ.»

«Αὐτά», τοῦ εἶπα, «εἶνε πράγματα ποὺ ἀκολουθοῦν κάθε μέρα. Μὲ πέντε λεπτὰ τὰ χορταίνεις σὲ κάθε ἐφημερίδα.»

«Μὲ τὴ διαφορά», ἀπήντησεν ἀπετόμως, «ὅτι ἤκολούθησαν τῆς κόρης μου, καὶ δὲν εἶνε γιὰ μένα τὸ ἴδιο. Τὴν ἐφύλαγαν ἐκεῖ κοντὰ εἰς τὸ τμῆμα τῆς Βάθειας. Ἔτρεξα νὰ τὴν σηκώσω στὴν ἀγκαλιά μου καὶ νὰ τὴν πάω τῆς μάννας της. Ὅλη νύχτα ἐκλαίαμε γονατιστοὶ εἰς τὸ προσκέφαλό της καὶ τῆς ἐφιλούσαμε χέρια καὶ πόδια, κι’ οὔτε μᾶς ἀποκρίνουνταν, οὔτε γύρισε νὰ μᾶς δῇ. Ἐφοβούμεθα πὼς εἶνε κακιωμένη μαζί μας. Ἔπειτα ἦλθαν δύο για-